Χαμηλώνει τον πήχη των προσδοκιών για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2021 η Τρ. Πειραιώς ωστόσο διαβλέπει ένα πολύ πιο αισιόδοξο μακροπρόθεσμο μέλλον από το 2022, με τις προοπτικές της χώρας να είναι ανοδικές και μέχρι το 2025 το ελληνικό ΑΕΠ όχι μόνο αναμένεται να φτάσει στα επίπεδα πριν την οικονομική κρίση αλλά θα συνεχίσει σε πορεία ανάπτυξης.
Όπως ανέφερε σε συνέντευξη τύπου ο Chief Economist της Τρ. Πειραιώς, Ηλίας Λεκκός, το ελληνικό ΑΕΠ έπεσε στα 168 δισ. ευρώ το 2020 από τα 184 δισ. ευρώ που ήταν το 2019, σημειώνοντας πως όσο προχωράει το πρόγραμμα εμβολιασμών θα συνεχιστούν οι ρυθμοί ανάπτυξης, με την ελληνική οικονομία να φτάνει στα προ covid επίπεδα περίπου στα τέλη του 2022. Σημείωσε πως το ελληνικό ΑΕΠ το γ’ και δ’ τρίμηνο του 2019 κινούνταν ήδη σε αρνητικούς ρυθμούς και η ελληνική οικονομία είχε ξεκινήσει ήδη να χάνει σε αναπτυξιακή δυναμική, δείχνοντας πως θα αναπτυχθεί κατά 2%.
Ωστόσο η πανδημία ανέτρεψε βραχυπρόθεσμα την εικόνα καθώς δημιουργεί όλες τις προοπτικές για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ενώ παράλληλα η χώρα βρίσκεται μπροστά σε μια τεράστια ευκαιρία για να εκμεταλλευτεί τους πόρους που μπορούν να αλλάξουν το παραγωγικό της μοντέλο.
Χαρακτηριστικά όπως ανέφερε ο κ. Λεκκός η ελληνική οικονομία, αντιστρέφοντας την περυσινή εικόνα, αναμένεται σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τρ. Πειραιώς το 2021 να καταγράψει αύξηση 6,3% αντί για 7% που προβλέπονταν τον Μάιο του 2020, ωστόσο η αναπτυξιακή πορεία θα διατηρήσει το μομέντουμ και θα φτάσει το 7% το 2022 αντί για 6,1%, για να φτάσει το 2023 στο 4,1%, ενώ μέχρι το 2030 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,4%.
Επίσης σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Τρ. Πειραιώς η ελληνική οικονομία όχι μόνο δεν πρόκειται να υστερήσει σε αναπτυξιακή πορεία έναντι των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά αντιθέτως μέχρι το 2025 αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται και να μπει σε τροχεία ακόμα μεγαλύτερης ανάπτυξης. Εν αντιθέσει με την Ευρώπη που θα επανέλθει στην ανάπτυξη αλλά δεν πρόκειται να καλύψει το κενό αναπτυξιακής δυναμικής σε σχέση με τα επίπεδα προ κρίσης. «Ο λόγος αισιοδοξίας είναι πως η πορεία της οικονομίας προ κρίσης δείχνει καλύτερη σε σχέση με πριν την πανδημία καθώς δεν αναμενόταν να φτάσει στα προ οικονομικής κρίσης επίπεδα και θα υπήρχε μια μόνιμη απώλεια εισοδημάτων και θέσεων εργασίας και ανάπτυξης. Αντίθετα αν συγκρίνουμε την προ κρίσης πορεία της ελληνικής οικονομίας με τα τωρινά στοιχεία θα δούμε ότι όχι μόνο θα έχουμε φτάσει το επίπεδο ΑΕΠ που θα είχαμε προ κρίσης το 2025, αλλά μετά από εκεί θα κινηθούμε σε μια ισχυρότερη αναπτυξιακή τροχιά και η Ελλάδα πρόκειται να είναι η μοναδική χώρα στην ΕΕ που θα παρατηρηθεί αυτό» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Λεκκός.
Ποιοι είναι οι τρεις λόγοι που θα εκτιναχθεί η ελληνική οικονομία
Σύμφωνα με τον κ. Λεκκό, η Ελλάδα κατέγραφε «πολύ υψηλά, σχεδόν τιμωρητικά πρωτογενή πλεονάσματα» που αποτελούσαν τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ανέφερε πως μετά την λήξη της ρήτρας διαφυγής που επιτρέπει να υπάρχουν μεγάλα ελλείμματα πέρυσι και φέτος, η ελληνική οικονομία θα περάσει σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,5%-2% και αυτή η μετάβαση θα μπορέσει να αποτελέσει έναν ισχυρό αναπτυξιακό παράγοντα.
Επίσης η απόφαση της ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ύψους 1,8 τρισ. ευρώ και έχοντας αγοράσει 22 δισ. ευρώ ελληνικών ομολόγων έχει επιτρέψει την ταχεία αποκλιμάκωση των επιτοκίων δίνοντας ουσιαστική βελτίωση στους όρους χρηματοδότησης του Δημοσίου. Αυτή η βελτίωση της οικονομίας της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές μαζί με την αύξηση των καταθέσεων και τα διάφορα προγράμματα ευρωπαϊκής χρηματοδότησης έχουν οδηγήσει τις ελληνικές τράπεζες να χρηματοδοτήσουν ουσιαστικά για πρώτη φορά μετά το 2010 την ελληνική οικονομία.
Ωστόσο από τους πλέον σημαντικούς παράγοντες όπως υπογραμμίζει ο Chief Economist της Τρ. Πειραιώς, είναι ότι η Ελλάδα αναμένεται να είναι από τους μεγάλους ωφελημένους του προγράμματος του Ταμείου Ανάκαμψης, και σε συνδυασμό με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, η ελληνική οικονομία θα κληθεί να διαχειριστεί περισσότερα από 110 δισ. ευρώ. «Ένα νούμερο που είναι πρωτόγνωρο και μπορεί πραγματικά να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού» όπως υπγοράμμισε ο κ. Λεκκός.