Είναι αναγκαίες ευρωπαϊκές πολιτικές και δράσεις έτσι ώστε η αναδιοργάνωση της εργασίας που φέρνει η ραγδαία ψηφιοποίηση της οικονομίας να μην αφήσει πίσω κάποιες χώρες και μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Αυτό τόνισε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά κ. Θ. Πελαγίδης μιλώντας το απόγευμα της Δευτέρας σε διαδικτυακή εκδήλωση του «Κύκλου Ιδεών» με θέμα «Πανδημία και κοινωνική συνοχή».
Ο κ. Πελαγίδης ανέφερε ότι η πανδημία επιταχύνει την ψηφιοποίηση της οικονομίας στην οποία είχαν επενδυθεί πολλές ελπίδες για αύξηση της παραγωγικότητας, των αμοιβών και του ελεύθερου χρόνου, οι οποίες όμως διαψεύδονται από τις εξελίξεις.
Όπως εξήγησε: «Υπάρχουν έρευνες διεθνώς που δείχνουν ότι η η ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας και των διεθνών πλατφορμών περιορίζουν το κόστος εργασίας χωρίς όμως να αναδιοργανώνουν δημιουργικά την παραγωγική διαδικασία με αποτέλεσμα η αύξηση της παραγωγικότητας να είναι περιορισμένη. Για το λόγο αυτό δεν ανεβαίνουν και οι αμοιβές. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό φαίνεται ότι παίζει η χαμηλή φορολογία που επιτυγχάνουν οι μεγάλες εταιρίες της ψηφιακής οικονομίας, γεγονός που ωθεί την τεχνολογική ανάπτυξη σε αυτού του είδους τις δομές. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι πολίτες εκλαμβάνουν την απελευθέρωση και την παγκοσμιοποίηση ως απειλή στην εργασία και στα εισοδήματα τους, ιδιαίτερα σήμερα λόγω της πανδημίας».
«Αυτό που τελικά συμβαίνει είναι ότι οι αυτοματισμοί υποκαθιστούν την εργασία και οι μόνες περιπτώσεις που δεν συμβαίνει αυτό είναι όταν η εργασία, κυρίως ανειδίκευτη, είναι ακόμα πιο φτηνή» είπε ο κ. Πελαγίδης και πρόσθεσε: «Υπάρχει επομένως πεδίον δόξης λαμπρόν για τις κυβερνήσεις, αλλά κυρίως για την Ευρώπη προκειμένου να εφαρμοστούν πολιτικές για την απασχόληση και την παραγωγικότητα οι οποίες θα καταπραΰνουν τους φόβους των πολιτών ότι οι ίδιοι και τα παιδιά τους δεν θα μπορούν να βρουν μια καλή δουλειά στο νέο τοπίο».
Ο κ. Πελαγίδης ανέφερε ότι υπάρχουν περιθώρια άσκησης πολιτικής, κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να σταθεροποιηθούν οι εξελίξεις στις θέσεις εργασίας και στο επίπεδο των μισθών. Στο πλαίσιο αυτό υποστήριξε ότι η αφοσίωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην σταθερότητα των τιμών είναι ορθή. Δεν μπορεί -εξήγησε- να συγκριθεί η ΕΚΤ με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ καθώς η ανεξάρτητη νομισματική πολιτική της FED “συνδιαλέγεται” με μια συγκροτημένη και ομοιογενή δημοσιονομική πολιτική και έτσι και οι δύο αυτοί βραχίονες της πολιτικής μπορούν να σταθεροποιούν την οικονομία δίνοντας έμφαση ταυτόχρονα και στην απασχόληση και στις τιμές.
«Πολλοί αναλυτές πλέον θέτουν το ερώτημα γιατί η ΕΚΤ δεν στοχεύει ευθέως και στην απασχόληση, αλλά κάτι τέτοιο θα μπορούσε ίσως να εξεταστεί στο μέλλον μόνο εφόσον υπάρξει ενιαία ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική», ανέφερε ο κ. Πελαγίδης και κατέληξε: «Σήμερα με το Ταμείο Ανάκαμψης γίνεται ένα πρώτο βήμα για δημοσιονομική ενοποίηση η οποία θα ολοκληρώσει επί το θετικότερο την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική προσδίδοντας μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην στόχευση της διατήρησης και της ανάπτυξης των θέσεων εργασίας και του επιπέδου των μισθών, ταυτόχρονα με τη σταθερότητα των τιμών».