Βελτίωση συντάξεων για όσους πληρώνουν μεγάλες εισφορές μετά τη συμπλήρωση δύο δεκαετιών ασφάλιση μελετά το υπουργείο Εργασίας, καθώς το χαμηλό ποσοστό αναπλήρωσης που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου προκαλεί «αιμορραγία» εσόδων στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης.
Μετά τη συμπλήρωση 20 ή το πολύ 25 ετών ασφάλισης, ο εργαζόμενος δεν έχει πρακτικό κίνητρο να συνεχίσει να ασφαλίζεται για το σύνολο του μισθού που εισπράττει. Τα ποσοστά αναπλήρωσης, από τα οποία προκύπτει η σύνταξη του είναι τόσο χαμηλά, που πρακτικά τον συμφέρει να ασφαλίζεται για ένα μέρος του μισθού, ενώ το υπόλοιπο ποσό μπορεί να το εισπράττει στα «κρυφά».
Αυτό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει πλέον, μετά από τρία χρόνια λειτουργίας του σημερινού Ασφαλιστικού Νόμου, που έχει μείνει ως «νόμος Κατρούγκαλου». Στην Γενική Γραμματεία Κοινωνικής Ασφάλισης δεν κρύβουν ότι περίμεναν πως το πρόβλημα αυτό θα εμφανιζόταν μετά από μια πενταετία λειτουργίας του συγκεκριμένου νόμου (ν.4387/2016), το λιγότερο.
Οι ελπίδες τους όμως διαψεύστηκαν, αφού μετά από μια τριετία εφαρμογής του νόμου διαπιστώνουν ότι σε συγκεκριμένους «κωδικούς» είναι τουλάχιστον περίεργη η μικρή καταβολή εισφορών, αναλογικά με την εργασιακή πορεία του ασφαλισμένου.
Ουσιαστικά, φαίνεται ότι τα λογιστήρια έχουν ανακαλύψει τον τρόπο να «κρύβουν» ποσά, έτσι ώστε να μπορούν οι επιχειρήσεις να περιορίζουν τη δαπάνη, από τις καταβολές τους για ασφαλιστικές εισφορές. Άλλωστε, δεν έχουν λόγο να κάνουν διαφορετικά, τόσο μικρό που είναι το ποσοστό αναπλήρωσης, από το 20 έτη και άνω.
Στο υπουργείο Εργασίας, ετοιμάζουν το νέο νομοσχέδιο για το Ασφαλιστικό, που θα ενσωματώνει όλες εκείνες τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν, κατ’ εντολή του ΣτΕ, έχοντας και αυτό υπόψη: να βελτιώσουν τα ποσοστά αναπλήρωσης, όχι μόνο γιατί το απαιτεί το ανώτατο δικαστήριο, αλλά γιατί διαφορετικά θα συνεχιστούν οι απώλειες εσόδων για τον ΕΦΚΑ.
Τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η ΓΓΚΑ για την πορεία των εσόδων του μεγαλύτερου ταμείου της χώρας, ειδικά κατά τους θερινούς μήνες, είναι χαρακτηριστικά:
Με την εισπραξιμότητα στους μη μισθωτούς ασφαλισμένους να κινείται λίγο πάνω από το 60%, τα έσοδα, τόσο τον Ιούνιο, όσο και τον Ιούλιο, δεν αυξήθηκαν όσο θα περίμενε κανείς. Προφανώς, το γεγονός ότι στη χώρα υπήρχε προεκλογική περίοδος έπαιξε το ρόλο του.
Όμως, ειδικά τον Ιούλιο, μιας και οι εθνικές εκλογές ήταν στις αρχές του μήνα, ειδικοί της Κοινωνικής Ασφάλισης, εκτιμούσαν ότι θα παρουσιαζόταν σημαντική ανάκαμψη στα έσοδα, κάτι που δεν έγινε.
Οι εξηγήσεις που δίνονται είναι δύο: αφενός η μερική απασχόληση έχει κάνει πολύ μεγάλη ζημιά, αφού όλο και περισσότεροι ασφαλισμένοι, εμφανίζονται να καταβάλλουν το χαμηλότερο ασφάλιστρο των 185 ευρώ το μήνα. Αφετέρου, δεν προκύπτουν σημαντικά έσοδα, από τους υψηλόμισθους ασφαλισμένους, όπως παλιότερα.
Το μόνο έσοδο που είναι σταθερό στον ΕΦΚΑ είναι αυτό που προκύπτει από τους δημοσίους υπαλλήλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο οκτάμηνο τα έσοδα του Φορέα από τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα, υπερέβαιναν τα 8 δισ. ευρώ, ενώ λίγο πάνω από 1 δισ. ευρώ ανήλθαν τα έσοδα από τους μη μισθωτούς… Μόνο που δεν αρκεί για να καλύψει τις απώλειες που προκύπτουν από τη μη μισθωτή απασχόληση.
Γι’ αυτό και το υπουργείο Εργασίας σχεδιάζει μια «γενναία» βελτίωση στα ποσοστά αναπλήρωσης, έτσι ώστε να δοθεί ώθηση στα έσοδα από ένα επιπλέον κίνητρο για ασφάλιση. Ας σημειωθεί ότι σήμερα, με βάση το νόμο Κατρούγκαλου, ασφαλισμένος με 40 χρόνια προϋπηρεσίας, έχει ποσοστό αναπλήρωσης μόλις 0,42.