Γυρίζει σελίδα το πρόγραμμα επιδότησης της ηλεκτροκίνησης και στοχεύει πλέον σε εταιρείες. Πέντε μήνες μετά από την έναρξη του προγράμματος «Κινούμαι Ηλεκτρικά», τα αποτελέσματα είναι σίγουρα ενθαρρυντικά με τις πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων να έχουν παρουσιάσει άνοδο σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, χωρίς ωστόσο να δείχνουν τη δυναμική που θα χρειαζόταν για να φτάσουν τους στόχους του ΕΣΕΚ έως το 2030 που θέλουν ένα στα τρία αυτοκίνητα να είναι ηλεκτρικό.
Μπορεί στους αρχικούς στόχους του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας να ήταν η ενίσχυση των νοικοκυριών ώστε να στραφούν στις τεχνολογίες της ηλεκτροκίνησης, ωστόσο φαίνεται ότι οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες ώστε να φανούν αποτελέσματα από μία τέτοια κίνηση. Όπως φαίνεται, το κόστος απόκτησης και διαχείρισης ενός ηλεκτρικού αυτοκινήτου παραμένει υψηλότερο κατά πολύ από τα συμβατικά αυτοκίνητα -και σίγουρα ασύμφορο για πολλούς- ακόμη και με τις προβλεπόμενες επιδοτήσεις.
Η Γενική Γραμματέας Ενέργειας & Ορυκτών Πρώτων Υλών, Αλεξάνδρα Σδούκου προανήγγειλε 7 αλλαγές στο πρόγραμμα επιδότησης ηλεκτροκίνησης που στοχεύουν σε μεγάλο βαθμό στην προώθηση της ενίσχυσης των εταιρικών – επαγγελματικών στόλων με ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Σύμφωνα με τα όσα είπε, θα αυξηθεί το ποσό επιδότησης για απόσυρση ταξί, θα αυξηθεί ο αριθμός των επιδοτούμενων οχημάτων ανά εταιρεία, από 3 που είναι σήμερα σε 10, ενώ παράλληλα θα υπάρξουν μέτρα ώστε να διευκολυνθεί η δανειοδότηση των εταιριών για αγορά ηλεκτρικών οχημάτων με παροχή της δυνατότητας εκχώρησης της επιδότησης στην τράπεζα.
Παράλληλα, προγραμματίζεται η δυνατότητα ενίσχυσης ορισμένων κλάδων επιχειρήσεων όπως είναι οι εταιρίες ενοικίασης οχημάτων και τα ξενοδοχεία, για αγορά ηλεκτρικών ποδηλάτων αλλά και η ενίσχυση επιχειρήσεων και για αγορά φορτιστών, που παρέχεται σήμερα μόνο σε ιδιώτες. Επίσης, το ΥΠΕΝ σχεδιάζει την άρση της υποχρέωσης αγοράς του οχήματος στη λήξη της χρονομίσθωσης και την ένταξη Δημοτικών επιχειρήσεων και ΝΠΙΔ του ευρύτερου δημόσιου τομέα στη δράση, για επιδότηση αγοράς ηλεκτρικών οχημάτων.
Μέσα στο 2020 έγιναν 2150 ταξινομήσεις ηλεκτρικών οχημάτων (έναντι στόχου 1265) μέγεθος που αντιστοιχεί στο 2,6% του συνόλου των ταξινομήσεων, ενώ είναι ενδεικτικό ότι τον Δεκέμβριο τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα κάλυψαν το 10,6% των πωλήσεων. Στο πρόγραμμα υπεβλήθησαν 10.000 αιτήσεις και απορροφήθηκαν 9 εκατ. ευρώ, ποσό που μεταφράζεται σε κύκλο εργασιών ύψους 42 εκατ. ευρώ στην αγορά.
Μπορεί τα πρώτα δείγματα να είναι ενθαρρυντικά ωστόσο στους μήνες που τρέχει το πρόγραμμα φάνηκε ότι οι καταναλωτές έδωσαν μεγαλύτερη βάση στις ενισχύσεις για την αγορά ηλεκτρικών ποδηλάτων που ήταν μία σαφώς πιο οικονομική λύση συγκριτικά με τα αυτοκίνητα, ενώ ταυτόχρονα το υψηλό κόστος αγοράς ηλεκτρικών αυτοκινήτων καθώς και η έλλειψη έως τώρα υποδομών φόρτισης «φρέναρε» αρκετούς που θα το σκεφτόντουσαν.
Όπως έγραψαν στο Business Daily, οι Άγγελος Τσακανίκας, Αναπλ. Καθηγητής ΕΜΠ, Διευθυντής Εργαστηρίου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας, Δημήτρης Σταμόπουλος, Χημικός Μηχανικός ΕΜΠ, Υπ. Διδάκτωρ, ΕΒΕΟ και Δημήτρης Λυμπερόπουλος, Χημικός Μηχανικός ΕΜΠ, φαίνεται πως έχει χαμηλή τελικά επίδραση στην αγοραστική επιλογή των καταναλωτών η συγκεκριμένη επιδότηση.
Σε σχετική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο διπλωματικής εργασίας, η οποία εκπονήθηκε στο Εργαστήριο Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας (ΕΒΕΟ) του Ε.Μ.Π. προέκυψε ότι η αγορά ενός αμιγώς ηλεκτρικού οχήματος του segment A και Β -τα οποία είναι αυτά που βρίσκονται σε υψηλή ζήτηση τα τελευταία χρόνια- απαιτεί πάνω από 10 χρόνια για την απόσβεση της πρόσθετης τιμής του συγκριτικά με ένα αντίστοιχο βενζινοκίνητο, ακόμα και με την κρατική επιδότηση.
Η εκτίμηση αυτή έχει γίνει με ετήσια χιλιόμετρα μετακίνησης στα 15000km και τιμές καυσίμου στα 1,58€/L. Συνεπώς οι δύο από τις τρείς κατηγορίες οχημάτων που σημειώνουν και τις υψηλότερες πωλήσεις στη χώρα, δεν φαίνεται να ενισχύονται ουσιαστικά στη βάση της λιανικής τιμής τους. Μάλιστα, «απαιτείται» από τον δυνητικό Έλληνα αγοραστή να καταβάλει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, επενδύοντας σε ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο του οποίου τα οικονομικά οφέλη θα μπορέσει να διαπιστώσει μετά το πέρας μιας δεκαετίας τουλάχιστον. Ενδεικτικά, ένα αμιγώς ηλεκτρικό όχημα του segment B απαιτεί περίπου 14 έτη για την εξίσωση της τιμής χρήσης και κτήσης με το αντίστοιχο βενζινοκίνητο.
Αντιθέτως, τα BEV του segment C φαίνεται να βρίσκονται σε πιο ευνοϊκή θέση σε σχέση με αυτά των segment A και Β, με την υποστήριξη της επιδότησης. Από την ανάλυση προκύπτει ότι ένα αμιγώς ηλεκτρικό όχημα κατηγορίας C μπορεί να αποσβέσει την πρόσθετη αξία του σε σχέση με το αντίστοιχο βενζινοκίνητο σε 3 μόλις χρόνια. Συνεπώς ένα ηλεκτρικό όχημα segment C αποτελεί μία δελεαστική πρόταση για έναν υποψήφιο αγοραστή νέου αυτοκινήτου, εφόσον είναι ήδη διατεθειμένος να πληρώσει ένα αυξημένο αντίτιμο.