Να καταστεί η Ελλάδα ελκυστική στους επενδυτές και ανταγωνιστική ως προς τη φορολογία, την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, τη λειτουργία του κράτους, τη διαφάνεια και την ανεξαρτησία των θεσμών και όχι ως προς το κόστος εργασίας.
Αυτός είναι ο στόχος που έθεσε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του τελικού κειμένου της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται και δεν πρέπει να γίνει ένας επενδυτικός προορισμός χαμηλού κόστους.
«Η έκθεση δεν διακατέχεται από κάποια καλλωπισμού ή εξιδανίκευσης της κατάστασης -όπως συμβαίνει αρκετά συχνά σε τέτοια κείμενα- δεν "μασάει", δηλαδή, τα λόγια της για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, τις προκλήσεις που προκαλεί η νέα παγκόσμια ύφεση, αλλά και τις προκλήσεις που μας κληροδότησε η κρίση χρέους της τελευταίας δεκαετίας», ανέφερε στην τοποθέτησή του ο κ. Μητσοτάκης.
Ξεκαθάρισε δε ότι η έκθεση δεν αποτελεί κυβερνητικό πρόγραμμα και δεν είναι πολιτικό κείμενο. «Γι' αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να μείνει έξω από την πολιτική -μάλλον θα έλεγα την κομματική- αντιπαράθεση, γιατί προφανώς είναι μια έκθεση, η οποία θα τεθεί σε δημόσιο διάλογο και δεν θεωρώ αυτονόητο ότι θα συμφωνήσουν όλοι με όσα γράφονται σε αυτό το κείμενο. Αλλά θέλω να τονίσω ότι είναι ανεξάρτητη οικονομική έκθεση. Είναι ένα κείμενο αναφοράς, στο οποίο κάθε πολίτης, η ελληνική κοινωνία, τα κόμματα, οι φορείς της αγοράς, της κοινωνίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μπορούν να ανατρέχουν ανά πάσα στιγμή και να το συμβουλεύονται», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός.
Στο ξεκίνημα της τοποθέτησής του, ο κ. Μητσοτάκης υπενθύμισε ότι η Επιτροπή Πισσαρίδη είχε ξεκινήσει να δουλεύει το πόρισμά της πριν από την πανδημία, με στόχο μια στρατηγική μακροπρόθεσμης ανάπτυξης της οικονομίας, αλλά και ευημερίας των Ελλήνων πολιτών. Όπως τόνισε, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον ίδιο ότι η έκθεση είναι εξωστρεφής και στηρίζει τις παραδοχές της συγκριτικής αξιολόγησης (benchmarking) στη βάση διεθνών έγκαιρων μελετών που αξιολογούν τις επιδόσεις της χώρας μας σε κάθε πεδίο πολιτικής που εξετάζει. «Και αφού έχει καταγράψει αναλυτικά τις αγκυλώσεις, τα εμπόδια, παραθέτει καλές πρακτικές, ιδέες, προτάσεις που έχουν δοκιμαστεί επιτυχημένα σε πολλές άλλες χώρες και θα μπορούσαν να υιοθετηθούν και στην Ελλάδα», τόνισε ο πρωθυπουργός, συμπληρώνοντας ότι «πολλές από τις εισηγήσεις βλέπω να αντικατοπτρίζονται σε κυβερνητικές πολιτικές που, ήδη, υλοποιούνται ή έχουν δρομολογηθεί»
Στο σημείο αυτό, ανέφερε και συγκεκριμένα παραδείγματα: τη μείωση της φορολογίας στους εργαζόμενους, τις παραγωγικές επενδύσεις, την αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, τη θέσπιση υπηρεσιακών επί θητεία Γενικών Γραμματέων στα Υπουργεία, την παροχή κινήτρων για περισσότερες επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία, τη δημιουργία ενός ανταποδοτικού δεύτερου πυλώνα -επικουρικού πυλώνα- στο ασφαλιστικό μας σύστημα, τη στήριξη της οικογένειας, της προσχολικής -ειδικά- εκπαίδευσης για την αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος.
Όπως επισήμανε ο πρωθυπουργός, η έκθεση επίσης θέτει ως κυρίαρχο στόχο πολιτικής την αύξηση των εισοδημάτων, αλλά όχι με δανεικά που οδήγησαν παρολίγον στην πτώχευση. «Αλλά μέσα από τη βελτίωση της παραγωγικότητας των εργαζόμενων και των επιχειρήσεων, εκεί που υστερούμε σημαντικά ως χώρα και για να συμβεί αυτό, πρέπει να αυξήσουμε κατά πολύ τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, θα πρέπει να τις διπλασιάσουμε, ώστε να καλύψουμε αυτό το μεγάλο κενό αποεπένδυσης που συσσωρεύτηκε κατά τη διάρκεια της 10ετούς κρίσης», κατέληξε.
Κλείνοντας, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι η Έκθεση Πισσαρίδη είναι «ένας οδικός χάρτης που μας οδηγεί σε αυτήν την κατεύθυνση και ένας οδικός χάρτης, ο οποίος έχει στη διάθεσή του και τα πρόσθετα πολεμοφόδια του Ταμείου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που για πρώτη φορά θέτει στη διάθεση του μετασχηματισμού της χώρας σημαντικότατα κεφάλαια από το 2021 και μετά, τα οποία και πρέπει να αξιοποιηθούν ακριβώς στην κατεύθυνση την οποία συνιστά το "Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία". Και νομίζω ότι αυτές είναι και οι προτεραιότητες που αποτυπώνονται στο προσχέδιο, το οποίο έχει στείλει η Ελληνική Κυβέρνηση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς με τις προτάσεις της για το Ταμείο Ανάκαμψης».
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Επιτροπής και κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, καθηγητής Χριστόφορος Πισσαρίδης, στην τοποθέτηση του τόνισε, μεταξύ άλλων, πως «κεντρικός στόχος των εισηγήσεών μας είναι ο εκσυγχρονισμός της χώρας που θα έχει ως αποτέλεσμα τη συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει σταδιακά με τον μέσο όρο της ΕΕ. Επιπλέον, βασικοί στόχοι κατά τη διαδικασία σύγκλισης είναι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, κυρίως μέσω της κοινωνικής κινητικότητας και της αναβάθμισης των ευκαιριών για τα περισσότερο αδύναμα νοικοκυριά, και η βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων».
Ο κ. Πισσαρίδης πρόσθεσε ότι έχουν τεθεί νέες κατευθύνσεις σε σχέση με την ενδιάμεση έκθεση που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι και έδωσε έμφαση στην τεχνολογική αναβάθμιση της Ελλάδας, με ψηφιακές υποδομές και με μεγαλύτερες και πιο παραγωγικές εξωστρεφείς εταιρείες. «Θα προκαλέσει επίσης την αύξηση της απασχόλησης, τόσο μέσω της μείωσης της ανεργίας όσο και μέσω της αύξησης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας υποαπασχολούμενων ομάδων του πληθυσμού, όπως οι γυναίκες και οι νέοι», υπογράμμισε
Ο αναπληρωτής πρόεδρος της Επιτροπής, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Βέττας, μεταξύ άλλων, στη δική του τοποθέτηση επισήμανε πως «χωρίς τις απαραίτητες δομικές παρεμβάσεις, η ανάκαμψη της οικονομίας μετά τη λήξη της τρέχουσας πρωτοφανούς κρίσης δεν θα έχει την απαραίτητη διάρκεια και ένταση για πραγματική σύγκλιση με τις άλλες οικονομίες της Ευρώπης. Επίσης, μέτρα που βελτιώνουν την αποτελεσματική λειτουργία του δημόσιου τομέα και των αγορών, ενισχύουν και την κοινωνική συνοχή και ιδίως τα πιο αδύναμα νοικοκυριά. Και τέλος, ο ρόλος του ανθρώπινου κεφαλαίου είναι κομβικός και θα επιτρέψει και την αύξηση του περιεχομένου της παραγωγής σε τεχνολογία».
Στην τηλεδιάσκεψη από την Επιτροπή Πισσαρίδη έλαβαν μέρος ο επικεφαλής της επιτροπής, καθηγητής του London School of Economics και του Πανεπιστήμιου Κύπρου, Χριστόφορος Πισσαρίδης, ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών & Γεν. Δ/ντής ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, ο καθηγητής του London School of Economics, Δημήτρης Βαγιανός και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Yale, Κώστας Μεγήρ.
Συμμετείχαν ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, 'Αδωνις Γεωργιάδης, ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ο υφυπουργός παρα τω Πρωθυπουργώ, αρμόδιος για τον συντονισμό του Κυβερνητικού έργου, 'Ακης Σκέρτσος, ο υφυπουργός παρα τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης, ο προϊστάμενος του Οικονομικού Γραφείου του πρωθυπουργού, Αλεξης Πατέλης και ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Μιχάλης Αργυρού.