Την ίδρυση, σε εθνικό επίπεδο, «κακών τραπεζών» που θα απορροφήσουν «κόκκινα» δάνεια υποστηρίζει η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, την ώρα που εντείνονται οι ανησυχίες για μια νέα γενιά προβληματικών δανείων στην ευρωζώνη, λόγω της κρίσης του κορονοϊού, και ενώ, στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος καταθέτει στην κυβέρνηση την ολοκληρωμένη πρότασή της για τη δημιουργία bad bank.
Παρότι το σχέδιο για μια bad bank στην ευρωζώνη, που, όπως αποκαλύφθηκε τον Ιούνιο από το Reuters εξετάζει η ΕΚΤ, παραμένει «παγωμένο» λόγω των ενστάσεων της Γερμανίας και άλλων χωρών του Βορρά, από όσα δήλωσε η Κριστίν Λαγκάρντ τη Δευτέρα, μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι υπάρχει σημαντική πρόοδος στις συζητήσεις ανάμεσα στην ΕΚΤ και την Κομισιόν για τη διευκόλυνση της ίδρυσης «κακών τραπεζών» σε εθνικό επίπεδο, δηλαδή σε όσες χώρες αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπως η Ελλάδα.
Όπως τόνισε η επικεφαλής της ΕΚΤ, έχουν προχωρήσει σημαντικά οι συζητήσεις τόσο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και στην ΕΚΤ για τη δημιουργία εταιρειών διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Companies – AMCs) σε εθνικό επίπεδο, αλλά και για την ενίσχυση των AMCs στις χώρες όπου ήδη υπάρχουν. Ερωτηθείσα για το αντίστοιχο σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος, η κ. Λαγκάρντ παρέπεμψε στο διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, για περισσότερες λεπτομέρειες.
Σθεναρή υποστήριξη στα σχέδια για εθνικές «κακές τράπεζες» για τις χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν τα σοβαρότερα προβλήματα με τα «κόκκινα» δάνεια παρέχει ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ (SSM). Ερωτηθείς σχετικά, στις αρχές Ιουνίου, ο επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ενρία, δήλωσε ότι είναι πρόωρη η συζήτηση για μια bad bank σε επίπεδο ευρωζώνης, όσο δεν είναι σαφές πόσα νέα προβληματικά δάνεια θα αφήσει στις τράπεζες η κρίση του κορονοϊού. Τόνισε, όμως, ότι θεωρεί πολύ χρήσιμες τις bad banks που έχουν ήδη λειτουργήσει σε εθνικό επίπεδο, σημειώνοντας το παράδειγμα της Ισπανίας και τονίζοντας ότι, σε πολλές περιπτώσεις, αυτά τα σχήματα κατέληξαν να δημιουργήσουν κέρδη από τη διαχείριση «κόκκινων» δανείων.
Το θετικό κλίμα που διαμορφώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τις «κακές τράπεζες» δεν είναι άσχετο με τις ολοένα εντεινόμενες ανησυχίες για το ενδεχόμενο να επιβεβαιωθούν δυσμενή σενάρια για τα νέα «κόκκινα» δάνεια που θα αφήσει η κρίση του κορονοϊού στις τράπεζες της ευρωζώνης, καθώς επιβεβαιώνονται οι φόβοι για σημαντική αύξηση των κρουσμάτων και λήψη όλο και αυστηρότερων περιοριστικών μέτρων από τις κυβερνήσεις, με σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην οικονομία.
Σε ένα δυσμενές σενάριο, όπου η ευρωπαϊκή οικονομία δεν θα καταφέρει να ανακάμψει το 2021, οι προβλέψεις της ΕΚΤ κάνουν λόγο ακόμη και για αύξηση του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων στα 1,4 τρις. ευρώ, δηλαδή πολύ υψηλότερα και από το επίπεδο του 1 τρισ. ευρώ, όπου είχαν φθάσει το 2014, μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση. Για αυτό το σενάριο, που προς το παρόν φαίνεται αρκετά μακρινό, η ΕΚΤ έχει εξετάσει σχέδια για μια bad bank της ευρωζώνης, με υποστήριξη από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), όπως έχει αποκαλύψει το Reuters. Πριν εξετασθεί, όμως, αυτό το σενάριο, για το οποίο θα χρειασθεί να γίνει μια πολύ δύσκολη πολιτική συζήτηση από τις κυβερνήσεις, φαίνεται ότι μπορεί να «περπατήσει» η λύση των εθνικών «κακών τραπεζών», για τις οποίες ακόμη και η Γερμανία δεν διατυπώνει πλέον αντιρρήσεις.
Ευνοϊκή συγκυρία για το σχέδιο της ΤτΕ
Η δυναμική που αναπτύσσεται στους ευρωπαϊκούς κύκλους υπέρ των εθνικών «κακών τραπεζών» λειτουργεί υποστηρικτικά για την προώθηση του σχεδίου της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο αναμένεται σήμερα να σταλεί στο Μέγαρο Μαξίμου σε πλήρη μορφή, κατόπιν επεξεργασίας και από τρεις οίκους που συμβούλευσαν την ΤτΕ, ώστε να ακολουθήσει διάλογος με την κυβέρνηση και τις διοικήσεις των συστημικών τραπεζών.
Υπενθυμίζεται ότι μέχρι πρόσφατα, ακόμη και από κυβερνητικούς παράγοντες, διατυπωνόταν μια πολύ σοβαρή ένσταση στο σχέδιο της ΤτΕ. Τονιζόταν, ειδικότερα, ότι το σχέδιο για bad bank θα προσέκρουε στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν, επειδή δεν θα μπορούσε να ξεπερασθεί το ζήτημα της κρατικής ενίσχυσης στις τράπεζες και θα έπρεπε να ενεργοποιηθεί ο ευρωπαϊκός κανονισμός που προβλέπει ότι σε περίπτωση κρατικής ενίσχυσης πρώτα «κουρεύονται» οι πιστωτές και, εάν είναι απαραίτητο, οι καταθέτες.
Το θετικό κλίμα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς φαίνεται να αναιρεί τέτοιες ενστάσεις, ενώ και η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως προκύπτει από πρόσφατες δηλώσεις του Γιάννη Στουρνάρα, έλαβε πολύ σοβαρά υπόψη αυτούς τους προβληματισμούς κατά την επεξεργασία του σχεδίου της και κατέληξε σε μια πρόταση που διασφαλίζει ότι το σύνολο των ζημιών από τα «κόκκινα» δάνεια θα μείνει, τελικά, στις τράπεζες και δεν θα χρειασθεί να επιβαρυνθεί το Δημόσιο, κάτι που θα έφερνε στο προσκήνιο το πρόβλημα των κρατικών ενισχύσεων.
Ειδικότερα, η ΤτΕ προκρίνει τη σταδιακή αναγνώριση των ζημιών που προκύπτουν από τα «κόκκινα» δάνεια (διαφορά της αξίας που έχουν στα βιβλία των τραπεζών και της, χαμηλότερης, αξίας που θα έχουν κατά τη μεταφορά τους στην bad bank), ενώ και οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις από το Δημόσιο θα ενεργοποιούνται όταν θα παρουσιάζονται ζημιές. Με αυτό τον τρόπο επιχειρείται να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας, όπου οι τράπεζες αποφεύγουν την άμεση εγγραφή μεγάλων ζημιών, οι οποίες θα οδηγούσαν σε απαίτηση για αυξήσεις κεφαλαίου, ενώ και το Δημόσιο αποφεύγει να προσφέρει στις τράπεζες κρατικές ενισχύσεις.
Η πρόταση Στουρνάρα
Οι βασικές παράμετροι του σχεδίου της ΤτΕ, για μια bad bank που θα έχει υπό τη διαχείρισή της προβληματικά δάνεια 40 – 45 δισ. ευρώ, παρουσιάσθηκαν την περασμένη Τρίτη από τον Γ. Στουρνάρα σε ομιλία του σε εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών. Ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι:
- Οι συνθήκες ρευστότητας παραμένουν πολύ θετικές, με σημαντική αύξηση των καταθέσεων. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως (α) στον όγκο των ΜΕΔ: 60 δισεκ. ευρώ με στοιχεία α’ εξαμήνου 2020, (β) στην ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών λόγω του αυξανόμενου ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) στα συνολικά εποπτικά κεφάλαιά τους, (γ) στον κίνδυνο ξαφνικής αύξησης των ΜΕΔ (cliff effect) μετά το τέλος των moratoria, ο οποίος μπορεί να αποφευχθεί εφόσον οι τράπεζες αναλάβουν εγκαίρως τις απαραίτητες προβλέψεις.
- Η εφαρμογή του σχεδίου Ηρακλής έχει πολύ θετικά αποτελέσματα αλλά: (α) δεν επαρκεί από μόνο του λόγω του όγκου των ΜΕΔ και (β) δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το πρόβλημα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης. Απαιτείται και συμπληρωματική λύση που αντιμετωπίζει ταυτόχρονα και τα δύο προβλήματα.
- Η Τράπεζα της Ελλάδος και οι σύμβουλοί της (Rothschild, BCG, Deloitte) έχουν προετοιμάσει μία λύση η οποία στηρίζεται σε μία Εταιρεία Διαχείρισης Ενεργητικού (AMC) στην οποία θα μεταφερθούν σε εθελοντική βάση, αρχικά στην λογιστική τους αξία, τα ΜΕΔ που θα περισσέψουν μετά την εφαρμογή του σχεδίου Ηρακλής στις τράπεζες, και αυτά που θα δημιουργηθούν από την πανδημία (περίπου 8-10 δισεκ. ευρώ). Το σύνολο των δύο αυτών κατηγοριών ΜΕΔ εκτιμάται σε 40-45 δισεκ. ευρώ περίπου.
- Το σχέδιο προβλέπει σταδιακή απορρόφηση των ζημιών των τραπεζών σε ικανό βάθος χρόνου, ενώ η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα ενεργοποιείται όταν παρουσιάζονται ζημιές.
- Επίσης η Εταιρία Διαχείρισης Ενεργητικού θα χρησιμοποιήσει την υποδομή των servicers που έχει ήδη δημιουργηθεί.