Πρωτοφανείς ανάγκες ρευστότητας στις ελληνικές επιχειρήσεις έχει δημιουργήσει η κρίση της πανδημίας. Σύμφωνα με ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας, κατά μέσο όρο ο επιχειρηματικός τομέας της χώρας χρειάζεται ρευστότητα 33 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε 15% του τζίρου, ενώ σε δύο περιπτώσεις, της εστίασης και των ξενοδοχείων, οι ανάγκες φθάνουν το 55% και το 42% των πωλήσεων.
Όπως εκτιμούν οι αναλυτές της Εθνικής, το κενό ρευστότητας στις επιχειρήσεις θα φθάσει σε αυτή την κρίση τα 33 δισ. ευρώ, με βάση ένα σενάριο συρρίκνωσης του ΑΕΠ κατά 7,5% στο σύνολο του 2020, που οδηγεί σε μείωση τζίρου κατά 19% το 2020, δηλαδή περίπου κατά 50 δισ. ευρώ. Αυτή η πτώση θα περιορίσει τα ταμειακά διαθέσιμα για το 84% του επιχειρηματικού τομέα, δημιουργώντας ένα κενό ρευστότητας της τάξης των 33 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τους ίδιους υπολογισμούς, οι υψηλότερες ανάγκες για κεφάλαιο κίνησης παρουσιάζονται στον κλάδο του εμπορίου (12 δισ. ευρώ), ενώ οι πιο επείγουσες στην εστίαση (55% των πωλήσεων). Σε πίνακα της ίδιας μελέτης φαίνονται με αρκετά παραστατικό τρόπο οι μεγάλες ανάγκες κεφαλαίων που αντιμετωπίζουν οι επιμέρους επιχειρηματικοί κλάδοι:
Σε γενικές γραμμές, οι ανάγκες ρευστότητας αντιστοιχούν στο 15% των πωλήσεων και είναι ελεγχόμενες, αφού καλύπτονται στο μεγαλύτερο μέρος τους από το «μαξιλάρι» ρευστότητας των ίδιων των επιχειρήσεων, την κρατική στήριξη και τον τραπεζικό δανεισμό. Όπως φαίνεται στο γράφημα, η γκρίζα περιοχή στις μπάρες, που αποτυπώνει το τελικό κενό ρευστότητας, είναι σχετικά μικρή για το σύνολο των επιχειρήσεων.
Ωστόσο, υπάρχει ένας κλάδος, η εστίαση, ο οποίος αντιμετωπίζει όχι μόνο μεγάλες ανάγκες ρευστότητας, στο 55% του τζίρου, αλλά έχει και ένα πολύ μεγάλο κενό (γκρίζα περιοχή), καθώς δεν επαρκούν στην περίπτωσή του τα «μαξιλάρια», η κρατική στήριξη και τα τραπεζικά δάνεια. Αυτό το εύρημα επιβεβαιώνει ότι ο τομέας της εστίασης, που αποτελείται κυρίως από μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, με ασθενή οικονομική θέση και κακή πρόσβαση στις τράπεζες, είναι πολύ δύσκολο να αντέξει τις μεγάλες πιέσεις από τη μείωση τζίρου και είναι αναπόφευκτο να χαθούν πολλές επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας σε αυτή την κρίση.
Τα ξενοδοχεία, παρότι είναι εκτεθειμένα στην ακραία πίεση που δημιουργεί η καθίζηση του τουρισμού και χρειάζονται ρευστότητα που αντιστοιχεί στο 42% του τζίρου τους, φαίνεται ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό θα την καλύψουν από τις τρεις βασικές πηγές (εσωτερικό «μαξιλάρι», κρατική στήριξη και τραπεζικά δάνεια). Στις μεταφορές και στο λιανεμπόριο, οι ανάγκες ρευστότητας είναι επίσης μεγάλες (26% και 20% του τζίρου, αντίστοιχα) και φαίνεται να υπάρχουν όχι ασήμαντα χρηματοδοτικά κενά (γκρίζα περιοχή του γραφήματος). Από τους υπόλοιπους κλάδους, το εμπόριο αυτοκινήτων φαίνεται να έχει σημαντικό χρηματοδοτικό κενό.
Τι χρειάζεται για τη διάσωση των επιχειρήσεων
Οι αναλυτές της Εθνικής σημειώνουν ότι ως τώρα τα μέτρα που έχουν ληφθεί κλείνουν το χάσμα ρευστότητας κατά περίπου 12 δισ. ευρώ: «Η έγκαιρη υιοθέτηση μέτρων από την κυβέρνηση (όπως επιδοτήσεων εργασιακού και ασφαλιστικού κόστους, καταβολής επιδομάτων για εργαζόμενους με αναστολή συμβάσεων, επιδότηση επιτοκίων, αναστολή πληρωμών φόρων και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, βραχυπρόθεσμες ταμειακές διευκολύνεις), σε συνδυασμό με την άμεση αντίδραση των τραπεζών να «παγώσουν» την πληρωμή χρεολυσίων, περιόρισε το παραπάνω κενό κατά περίπου €12 δισ.».Όμως, θα χρειασθούν και πρόσθετες, σημαντικές ενέσεις ρευστού. Όπως τονίζεται,
- «Υποθέτοντας ότι οι επιχειρήσεις θα χρησιμοποιήσουν το ½ του διαθέσιμου «ταμειακού μαξιλαριού» που έχουν (περίπου €6 δις), το εναπομείναν κενό ρευστότητας περιορίζεται στα €15,5 δις, το οποίο εκτιμούμε ότι μπορεί να καλυφθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του από την αξιοποίηση των εγγυοδοτικών προγραμμάτων και των ΤΕΠΙΧ (€9 δις), την παροχή νέων δανείων και αναχρηματοδοτήσεων, καθώς και την πληρέστερη χρήση των πιστωτικών γραμμών».
Δηλαδή, το τραπεζικό σύστημα θα κληθεί να προσφέρει ρευστότητα της τάξεως των 6,5 δισ. ευρώ, πέρα από τα 9 δισ. ευρώ που κατευθύνονται στις επιχειρήσεις μέσω των κρατικών προγραμμάτων (Εγγυοδοτικό, ΤΕΠΙΧ ΙΙ). Το ερώτημα, όμως, είναι αν το κράτος και οι τράπεζες θα μπορέσουν να καλύψουν αυτά τα χρηματοδοτικά κενά, ενώ το δεύτερο σημαντικό ερώτημα είναι αν θα επιβεβαιωθεί το βασικό σενάριο για την πανδημία, ή θα οδηγηθούμε σε δεύτερο κύμα και νέο lockdown, που θα αύξαναν τις ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων πέρα από τα όρια των δυνατοτήτων του κράτους και των τραπεζών να τις καλύψουν.