Τη δυνατότητα σταδιακής αναγνώρισης της ζημιάς που θα δημιουργήσει στις τράπεζες η μεταβίβαση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην ενιαία bad bank, σε βάθος αρκετών ετών, προβλέπει το σχέδιο – πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ).
Σύμφωνα με πληροφορίες του Business Daily, το σχέδιο της ΤτΕ, το οποίο θα κατατεθεί στην κυβέρνηση και τους θεσμούς μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, προβλέπει τη μεταφορά στη bad bank των προβληματικών δανείων των τραπεζών στη λογιστική τους αξία, δηλαδή στην τιμή με την οποία αποτιμώνται στα βιβλία των τραπεζών.
Οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν την ζημιά που θα προκύψει (η διαφορά της τρέχουσας αξίας από την λογιστική αξία) σταδιακά, σε διάστημα αρκετών ετών, πιθανότατα άνω της 5ετίας.
Πρόκειται για εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη καθώς επιτρέπει στις εμπορικές τράπεζες να λύσουν οριστικά το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξυγιαίνοντας πλήρως τα χαρτοφυλάκια δανείων τους, και να απαλλαγούν από το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων κληρονομία της δημοσιονομικής κρίσης, χωρίς να υποστούν άμεσα το σύνολο της αύξησης κάτι που θα πυροδοτούσε νέες αυξήσεις κεφαλαίου.
Σημειώνεται ότι το φάσμα σημαντικών ζημιών λόγω της μεταβίβασης των «κόκκινων» δανείων στην bad bank, και ο κίνδυνος νέων αυξήσεων κεφαλαίων, αποτελούσε τη βασικότερη εστία προβληματισμού των τραπεζών για το σχέδιο της ΤτΕ. Πάντως οι επιτελείς των τραπεζών περιμένουν την αναλυτική παρουσίαση του σχεδίου, προκειμένου να εξετάσουν όλες τις κρίσιμες τεχνικές παραμέτρους προκειμένου να το αξιολογήσουν.
Το σχέδιο της ΤτΕ προβλέπει ότι η αποτίμηση των προβληματικών δανείων των τραπεζών, για τον προσδιορισμό της συναλλαγής, θα γίνει από ανεξάρτητους εκτιμητές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ στο τέλος Μαρτίου 2020, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν στα 60,9 δισ. ευρώ μειωμένα κατά 7,6 δισ. ευρώ (ή κατά 11,1%) συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2019, ενώ ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων ανήλθε σε 37,3%. Τα ΜΕΔ είχαν ανέλθει στα 107,2 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2016, το υψηλότερο σημείο από το ξέσπασμα της δημοσιονομικής κρίσης.
Πλήρης αξιοποίηση των υποδομών των servicers
Κεντρικό σημείο στο σχέδιο της ΤτΕ για την δημιουργία ενός σχήματος συνολικής διαχείρισης των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company - AMC) των ελληνικών τραπεζών αποτελεί η πλήρης αξιοποίηση των συμφωνιών που έχουν συνάψει οι τράπεζες με εξειδικευμένες εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων (servicers) και τις σχετικές υποδομές που έχουν δημιουργηθεί. Η γενική ιδέα είναι ότι οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων που έχουν παρουσία στην αγορά θα αναλάβουν κομμάτι της διαχείρισης των προβληματικών δανείων που θα περάσουν στην bad bank.
Σημειώνεται ότι η μεγάλη πτώση των τιμών των τραπεζικών μετοχών, που φτάνει το -60% από τις αρχές του έτους, οφείλεται στην ανησυχία για το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη δυνατότητα αντιμετώπισής τους χωρίς νέες αυξήσεις κεφαλαίου. Όπως εκτιμούν τραπεζικές πηγές το ήδη τεράστιο απόθεμα «κόκκινων» δανείων θα αυξηθεί περαιτέρω λόγω των επιπτώσεων του κορονοϊου.
ΤτΕ: Γιατί είναι απαραίτητη η bad bank
Όπως εκτιμά η ΤτΕ «η επιτυχής ολοκλήρωση των συναλλαγών πώλησης ΜΕΔ, μέσω τιτλοποίησης δανείων με την ταυτόχρονη χρήση του προγράμματος χορήγησης εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου (HAPS) θα επιφέρει περαιτέρω μείωση στο υφιστάμενο απόθεμα. Εντούτοις, σύμφωνα με υπολογισμούς των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (NPL ratio) εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 25% περίπου, ποσοστό που εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο και πολλαπλάσιο του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού - SSM (2,7% και 3,2% αντίστοιχα με στοιχεία Δεκεμβρίου 2019). Επιπρόσθετα, εκτιμάται ότι η επίπτωση στο Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας των τραπεζών από τη διενέργεια των εν λόγω συναλλαγών τιτλοποίησης θα ανέλθει κατά μέσο όρο σε τρεις μονάδες. Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες προς την κατεύθυνση μείωσης του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΔ».
Όπως σημειώνει η ΤτΕ στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας: «Η αντιμετώπιση του υφιστάμενου μεγάλου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), το οποίο ανάλογα με την εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών θα αυξηθεί περαιτέρω το επόμενο διάστημα, αποτελεί άμεση προτεραιότητα. Τα υφιστάμενα διαθέσιμα εργαλεία για τη μείωσή του, συμπεριλαμβανομένης και της πρωτοβουλίας του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme - HAPS), κινούνται ορθώς στη βελτίωση της ποιότητας των ισολογισμών των τραπεζών. Ωστόσο, με το διαθέσιμο απόθεμα ΜΕΔ να προσδιορίζεται στο 37,3% με στοιχεία του α΄ τριμήνου του 2020, την αβεβαιότητα αναφορικά με την κλιμάκωσή του στο επόμενο διάστημα, την περιορισμένη δυνατότητα, λόγω χαμηλής κερδοφορίας, δημιουργίας κεφαλαίου από τις τράπεζες, την εκτιμώμενη επιδείνωση της σχέσης της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (deferred tax credit - DTC) έναντι του Δημοσίου ως ποσοστού των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, αλλά κυρίως την επιτακτική ανάγκη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες τόσο από τις τράπεζες όσο και από την Πολιτεία.
Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος επεξεργάζεται συγκεκριμένη πρόταση για την υλοποίηση ενός σχήματος συνολικής διαχείρισης των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company - AMC) των ελληνικών τραπεζών».