Στη δίνη μιας νέας και άκρως επικίνδυνης κρίσης περιέρχεται ο κλάδος του γιώτινγκ, με τα σκάφη να είναι δεμένα στις μαρίνες τον πλέον τουριστικό μήνα και τους επαγγελματίες του κλάδου να μιλούν για ένα «ναυάγιο», το οποίο μπορεί να αποτρέψει μόνο η στήριξη του κλάδου από την πολιτεία.
Η βιωσιμότητα του επαγγελματικού γιώτινγκ, μετά από μια μακρά περίοδο κρίσης από την οποία μόλις είχε αρχίσει να «ανασαίνει», προσπαθώντας να καλύψει το χαμένο έδαφος από τις μεγάλες ανταγωνίστριες χώρες, διακυβεύεται γα άλλη μια φορά, εξαιτίας της επίδραση της πανδημίας.
Με τους μεγάλους πελάτες, που προέρχονται από την Αμερική και τη Ρωσία να είναι εκτός συνόρων λόγω του Covid-19, τα κόστη ελλιμενισμού αλλά και τα τέλη πλεύσης να λειτουργούν σαν θηλιά, σε συνδυασμό με τη φορολογία δημιουργείται ένα εκρηκτικό μείγμα για τον κλάδο.
Μιλώντας στο Business Daily ο πρόεδρος της Ένωσης Πλοιοκτητών Ελληνικών Σκαφών Τουρισμού (ΕΠΕΣΤ), Αντώνης Στελλιάτος, τονίζει πως η κατάσταση στον κλάδο είναι δραματική λόγω της δραματικής κάμψης της τουριστικής κίνησης.
Μετά από ένα διάστημα βαθιάς οικονομικής κρίσης που παρέσυρε το ελληνικό γιώτινγκ, είχε αρχίσει να αποδίδει η προσπάθεια να αναδυθεί στην επιφάνεια, αποτελώντας σημαντική πηγή εσόδων για την ελληνική οικονομία, αφού συνεισφέρει άμεσα και έμμεσα το 1,4% του ΑΕΠ και έσοδα 800 εκατ. ευρώ και αν υπολογιστούν και τα έμμεσα το ποσό ανέρχεται στα 1,940 δισ. ευρώ.
Όμως, η επέλαση της πανδημίας στον τουρισμό οδήγησε στο «κόκκινο» τον κλάδο των επαγγελματικών σκαφών αναψυχής, καθώς η πτώση των εσόδων υπερβαίνει το 80%, ενώ η πρόσφατα καταγραφείσα αύξηση των κρουσμάτων οδηγεί σε ακυρώσεις ακόμη και από μέρα σε μέρα και δημιουργεί δυσοίωνες προβλέψεις και για το επόμενο δίμηνο.
«Πρακτικά πλέον, όπως σημειώνει ο ίδιος, το 2020 είναι μια χαμένη χρονιά για τους επιχειρηματίες του επαγγελματικού γιώτινγκ, καθώς φέτος έλειψαν οι βασικοί πελάτες από τις ΗΠΑ και την Ρωσία, κενό το οποίο δεν μπορεί να αναπληρώσει ο εσωτερικός τουρισμός, ο οποίος παραδοσιακά κινείται από 5-8% και αφορά μικρά σκάφη».
Ειδικότερα οι Αμερικανοί, παραδοσιακά αντιπροσωπεύουν το 50% - 60% των πελατών του θαλάσσιου τουρισμού στην Ελλάδα με τον μέσο Αμερικανό επισκέπτη να επιλέγει σκάφος 24-30 μέτρων, για 8 έως 12 άτομα, ξοδεύοντας την εβδομάδα από 40.000 ευρώ έως 50.000 ευρώ.
«Εάν δεν υπάρξει κάποια νέα οικονομική στήριξη, τότε από Σεπτέμβριο και μετά τίθεται σοβαρό θέμα βιωσιμότητας για τις επιχειρήσεις του κλάδου οι οποίες διατηρούν 6.400 επαγγελματικά σκάφη με ελληνική σημαία, απασχολούν σχεδόν 5.000 ναυτικούς, ενώ η δραστηριότητα του κλάδου επηρεάζει περισσότερα από 120 επαγγέλματα», αναφέρει ο κ. Στελλιάτος.
Το στοίχημα για τον κλάδο πλέον αφορά καθαρά στην επιβίωση έως την επόμενη τουριστική περίοδο, και εξαρτάται από την κυβερνητική στήριξη η οποία θα πρέπει να εστιάσει στην ελάφρυνση των φορολογικών βαρών αλλά και στην τόνωση της ρευστότητας. Παράλληλα αγκάθι παραμένει το υψηλό κόστος ελλιμενισμού αλλά και η κατάργηση του ΤΕΠΑΥ (τέλος πλεύσης και παραμονής) που θεωρείται ζωτικής σημασίας για τον κλάδο.
Όσον αφορά στα τέλη ελλιμενισμού, όπως τονίζει ο κύριος Στελλιάτος, θα πρέπει να μειωθούν κατά τουλάχιστον 40% αρχικά μέχρι τέλος του έτους και ανάλογα με τις διεθνείς αλλά και εγχώριες οικονομικές εξελίξεις να επεκταθούν χρονικά, καθώς ο κλάδος πλέον έχει σχεδόν μηδενικά έσοδα.
Σημειώνεται ότι ο ελληνικός στόλος σκαφών αναψυχής απαρτίζεται από επαγγελματικά σκάφη, όπως ιστιοπλοϊκά, catamaran, μηχανοκίνητα άνευ πληρώματος μέχρι 24 μέτρα, μηχανοκίνητα με πλήρωμα 6-15 άτομα και μίνι κρουαζιερόπλοια χωρητικότητας 49 ατόμων.
Τα επαγγελματικά πλοία αναψυχής που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα με ολική ναύλωση και έχουν ελληνική σημαία είναι 5.036. Αυτά με σημαία Ε.Ε.-ΕΟΧ (Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος) είναι 436, ενώ αυτά με σημαία τρίτης χώρας είναι έξι.