Σημαντική πτώση κατά 26,3% κατέγραψαν κατά το πρώτο 15ήμερο του Ιουλίου οι αναχωρήσεις επιβατηγών/οχηματαγωγών πλοίων από το λιμάνι του Πειραιά, σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Ακόμα δηλαδή και μετά το μερικό άνοιγμα των συνόρων, αλλά και την είσοδο στην «υψηλή» τουριστική σεζόν, φαίνεται ότι η ζήτηση για θαλάσσιες μεταφορές, τουλάχιστον σε επίπεδο επισκεπτών, εγχώριων, ή ξένων, υπολείπεται σημαντικά του 2019 κι αυτό χωρίς να ληφθούν υπόψη οι πληρότητες των δρομολογίων των πλοίων, οι οποίες είναι σαφώς μικρότερες λόγω των υγειονομικών μέτρων.
Τα στοιχεία προκύπτουν από έρευνα που πραγματοποίησε η ελληνική εταιρεία MarineTraffic, αξιοποιώντας την τεχνολογία στιγμάτων AIS και το σχετικό δίκτυο που έχει αναπτύξει, σε συνδυασμό βέβαια και με δορυφορικούς δέκτες. Σύμφωνα με την MarineTraffic, συνολικά από τις αρχές του έτους, οι αναχωρήσεις πλοίων της ακτοπλοΐας από το λιμάνι του Πειραιά έχουν μειωθεί κατά 30,2%, εξέλιξη που ασφαλώς προσφέρει μια σαφή ένδειξη για το μέγεθος της πτώσης της αγοράς των ακτοπλοϊκών υπηρεσιών κατά την διάρκεια του 2020.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι κατά την διάρκεια του πλήρους αποκλεισμού των μετακινήσεων, όταν απαγορεύτηκαν και οι ακτοπλοϊκές μετακινήσεις για τους επιβάτες, δηλαδή την περίοδο από τις 23 Μαρτίου έως τις 3 Μαΐου, η πτώση των αναχωρήσεων άγγιξε το 61% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Σύμφωνα με τις ακτοπλοϊκές εταιρείες, το φετινό καλοκαίρι δεν προβλέπεται να σημειωθεί κάποια ουσιώδης ανάκαμψη της τουριστικής κι επιβατικής κίνησης, καθώς μάλιστα ένας αυξημένος αριθμός τουριστών, τόσο Ελλήνων, όσο και ξένων μοιάζει να προτιμά ηπειρωτικούς προορισμούς για τις φετινές του διακοπές. Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η πτώση της ζήτησης αγγίζει το 50 - 60% σε σχέση με το περσινό καλοκαίρι.
Στον αντίποδα, θετικά για τις εταιρείες του κλάδου, λειτουργεί το χαμηλό κόστος των ναυτιλιακών καυσίμων, που αποτελεί πάνω από το 55 - 65% των συνολικών λειτουργικών εξόδων των πλοίων. Μαζί με την ύφεση από την πανδημία, έχει μειωθεί σημαντικά και η ζήτηση πετρελαίου, γεγονός που έχει επιδράσει αρνητικά και στις τιμές του «μαύρου χρυσού», κάτι που αντανακλάται και στα ναυτιλιακά καύσιμα.
Ωστόσο, πρόκειται για μια εξέλιξη που λειτουργεί μόνο ως μερικό αντιστάθμισμα στις συνολικές απώλειες που υφίστανται οι εταιρείες της ακτοπλοΐας αυτήν την περίοδο.
Σύμφωνα με σχετική εκτίμηση του ΣΕΕΝ (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας) οι απώλειες τζίρου κατά την φετινή χρήση θα προσεγγίσουν τα 300 εκατ. ευρώ, ενώ οι ζημίες σε ετήσια βάση είναι πιθανό να ξεπεράσουν ακόμα και τα 100 εκατ. ευρώ.
Νέα μέτρα στήριξης
Στο πλαίσιο αυτό κι εν όψει του νέου κύκλου ζημιών που αναμένεται για την τρέχουσα χρήση, στο υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής επεξεργάζονται λύσεις για την ενίσχυση του κλάδου, εν όψει και πιθανών προβλημάτων ρευστότητας που θα αντιμετωπίσουν οι εταιρείες. Το πρόβλημα έγκειται στην απουσία τζίρου, η οποία με την σειρά της οδηγεί σε αδυναμία κάλυψης υποχρεώσεων προς τράπεζες, εργαζόμενους και προμηθευτές, δημιουργώντας αλυσιδωτές επιδράσεις στην αγορά. Έτσι, στα σκαριά φαίνεται να είναι ένα πρόσθετο πακέτο ενίσχυσης της τάξεως των 15 εκατ. ευρώ, το οποίο θα αφορά την κάλυψη μέρους των λειτουργικών εξόδων των πλοίων, ενώ παράλληλα ο αρμόδιος Υπουργός Ναυτιλίας, κ. Γ. Πλακιωτάκης έχει εισηγηθεί και τη μείωση του ΦΠΑ.
Υπενθυμίζεται ότι τον προηγούμενο Απρίλιο παρασχέθηκε η πρώτη δέσμη μέτρων, σε συνεργασία με τα υπουργεία Οικονομικών και Ανάπτυξης. Ειδικότερα προσφέρθηκε χρηματοδότηση 15 εκατ. ευρώ για την διασφάλιση της θαλάσσιας συγκοινωνιακής εξυπηρέτησης.
Παράλληλα, χορηγήθηκε προκαταβολή ίση με το 50% των μισθωμάτων για τις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας στην ακτοπλοΐα για του μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο. Το ποσό αυτό εκτιμάται ότι προσέγγισε τα 7,5 εκατ. ευρώ.