Αρκετοί ξένοι διαχειριστές κεφαλαίων πίστεψαν πρόσφατα ότι τα χειρότερα πέρασαν για τις ελληνικές τράπεζες και άρχισαν να «κτίζουν» επενδυτικές θέσεις στις μετοχές. Οι περισσότεροι τώρα κοιτάζουν τα χαρτοφυλάκια τους με απογοήτευση, διαπιστώνοντας ότι σχέδια εξυγίανσης των ισολογισμών υπάρχουν, αλλά για κάποιους εντελώς... ελληνικούς λόγους η απόσταση μεταξύ προθέσεων και πράξεων παραμένει χαώδης.
Στα τέλη Ιανουαρίου 2019, πολλοί διαχειριστές κεφαλαίων, που είχαν βάλει στον πάγο την υπόθεση Ελλάδα μετά την ανακεφαλαιοποίηση του 2015, άρχισαν να ακούν με κάποιο ενδιαφέρον το ελληνικό στόρι και να ξανακοιτούν τις ελληνικές τράπεζες.
Με τις τιμές των τραπεζικών μετοχών σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, την κυβέρνηση Σύριζα πλήρως ευθυγραμμισμένη με τις μνημονιακές υποχρεώσεις, την οικονομία σε ανοδική τροχιά για τρίτο έτος και την προοπτική πολιτικής αλλαγής με την άνοδο της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία, οι προοπτικές της χώρας διαγράφονταν πιο θετικές από ποτέ.
Ακόμα πιο θετικές διαγράφονταν οι προοπτικές, μετά από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, για τις τράπεζες: οι διοικήσεις επιτάχυναν τον βηματισμό τους για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η Eurobank είχε ανακοινώσει το φιλόδοξο σχέδιο «Επιτάχυνση» για την εξυγίανση του ισολογισμού και όλες οι τράπεζες έθεσαν πιο φιλόδοξους στόχους.
Πάνω από όλα όμως για πρώτη φορά υπήρχαν στο τραπέζι δυο μη συμβατικά σχέδια για τη δραστική μείωση των κόκκινων δανείων. Το σχέδιο του ΤΧΣ, η ελληνική εκδοχή του επιτυχημένου ιταλικού μοντέλου, και το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος. Το σχέδιο της ΤτΕ ήταν κάτι ριζικά νέο και εξαιρετικά φιλόδοξο, καθώς εκτός των «κόκκινων» δανείων αντιμετώπιζε και το δυσεπίλυτο πρόβλημα του αναβαλλόμενου φόρου. Το σχέδιο της ΤτΕ μπορούσε να αποτελέσει τον καταλύτη για την επιστροφή των τραπεζών στην κανονικότητα και την οριστική λύση των προβλημάτων. Επιπλέον, στις παρουσιάσεις του σχεδίου τόσο σε επενδυτές όσο και στον SSM, το σχέδιο είχε κερδίσει τις εντυπώσεις.
Με αυτά στο τραπέζι, ο ξένοι άρχισαν σταδιακά να αγοράζουν και πάλι ελληνικές τράπεζες. Ο δείκτης των τραπεζών από 286 μονάδες που ήταν στα μέσα Ιανουαρίου 2019, «εκτοξεύτηκε» στις 415 μονάδες τη 1η Μαρτίου με τους short επενδυτές, δηλαδή όσους πωλούσαν τραπεζικές μετοχές που δανείζονταν, να αρχίσουν για πρώτη φορά μετά από χρόνια να μην κοιμούνται άνετα τις νύχτες.
Για τις εύλογες επιφυλάξεις υπήρχαν πειστικές απαντήσεις. Υπάρχει περίπτωση να μην προχωρήσει το σχέδιο του ΤΧΣ; Όχι, απαντούσαν οι τράπεζες, υπάρχει το προηγούμενο της Ιταλίας και το σχέδιο είναι ώριμο καθώς δουλεύεται εδώ και πολύ καιρό. Γιατί η κυβέρνηση δεν προχωρά με το σχέδιο ΤτΕ; Ρωτούσαν οι ξένοι. Υπάρχει μια κόντρα της κυβέρνησης με την ΤτΕ που έχει πολιτικά κίνητρα, με την αλλαγή της κυβέρνησης αυτό θα εκλείψει, τόνιζαν οι τράπεζες, και το σχέδιο θα προχωρήσει. Έτσι μετά το εκλογικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών σημειώθηκε νέο άλμα με τον δείκτη των τραπεζών τον περασμένο Αύγουστο να ξεπερνά τις 600 μονάδες. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;
Τι πήγε στραβά και αυτή τη φορά
Η καλοκαιρινή ορμή όχι μόνο χάθηκε αλλά οι μετοχές των τραπεζών έχουν σημειώσει σημαντική πτώση (χθες ο τραπεζικός δείκτης έκλεισε στις 571 μονάδες) και οι διαχειριστές που αγόρασαν ελληνικές τράπεζες από τον Ιανουάριο και μετά αισθάνονται νευρικοί και απογοητευμένοι.
Η Ελλάδα θυμίζει τρελοκομείο. Η κυβέρνηση μπορεί να άλλαξε, αλλά το σχέδιο της ΤτΕ παραμένει στο ράφι. Γιατί; Διότι ο νέος υφυπουργός οικονομικών Γ. Ζαββός, εκτιμά ότι το σχέδιο της ΤτΕ δεν θα εγκριθεί από τις ευρωπαϊκές αρχές και δεν μπήκε και στον κόπο να το προωθήσει στις Βρυξέλλες και να διαπραγματευτεί για την υιοθέτησή του.
Ακόμα περισσότερο, διαβάζουν οι ξένοι fund managers ότι τελικά το σχέδιο του ΤΧΣ, το οποίο βαφτίστηκε «Ηρακλής» από το υπουργείο Οικονομικών, μπορεί να μην δουλέψει αποτελεσματικά, καθώς έχει βασιστεί υπερβολικά στην ιταλική συνταγή που το καθιστά απαγορευτικά ακριβό για τις ελληνικές τράπεζες.
Διαβάζουν ότι η αλλαγή κυβέρνησης δεν άλλαξε και πολύ τα πράγματα για τις τράπεζες, ότι η ΤτΕ δεν μετέχει ολοκληρωμένα στη διαβούλευση, ότι οι τραπεζικές διοικήσεις είναι στο απόλυτο σκοτάδι και έκτακτες υπουργικές συσκέψεις προσπαθούν να διασώσουν την κατάσταση στο παρά ένα.
Για κάποιο λόγο, οι Έλληνες δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους και να προχωρήσουν γρήγορα και αποτελεσματικά σε λύσεις που θα αντιμετωπίζουν οριστικά τα προβλήματα.
Ο χρόνος κυλά, το μομέντουμ χάνεται και άλλη μια μεγάλη ευκαιρία κινδυνεύει να χαθεί.
Παράλληλα η επιδείνωση των διεθνών συνθηκών καθιστά πιο δύσκολες τις μεγάλες συναλλαγές πώλησης προβληματικών δανείων που επιδιώκουν οι τράπεζες -η δυστοκία στην ολοκλήρωση της συμφωνίας Eurobank – Pimco είναι χαρακτηριστική- και συνειδητοποιούν ότι τελικά το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων δεν έχει λυθεί, ούτε φαίνεται να λύνεται άμεσα, ενώ παραμένει επίσης άλυτο το ζήτημα του αναβαλλόμενου φόρου, που μπορεί να οδηγήσει σε βίαια μετοχική αλλαγή υπέρ του Δημοσίου, αν μια τράπεζα δεν έχει αρκετά κέρδη για να πάρει τις προβλεπόμενες επιστροφές φόρων.
Κάπως έτσι, χάθηκε το θετικό μομέντουμ για τις τράπεζες, με την κυβέρνηση να επιχειρεί στο παρά ένα ορισμένες τεχνικές βελτιώσεις στο σχέδιο «Ηρακλής», ώστε να καταστεί ελκυστικότερο (αλλαγές που δύσκολα θα δεχθεί η DG Comp σε αυτή τη φάση...) και ήδη συζητείται εντατικά η ανάληψη νέων πρωτοβουλιών προκειμένου οι τράπεζες να μην μπουν σε νέες περιπέτειες.