Μπορεί το ΔΝΤ να μην προκαλεί πια κραδασμούς με τις τοποθετήσεις του για τις ελληνικές τράπεζες, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, όταν ζητούσε επιτακτικά την ενίσχυση των κεφαλαίων τους, όμως το Ταμείο φαίνεται ότι παρακολουθεί με αρκετό σκεπτικισμό τις προσπάθειες εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών και προειδοποιεί ότι δεν είναι αρκετό το σχέδιο «Ηρακλής» για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος.
Η δήλωση που έγινε την Παρασκευή από την αποστολή του Ταμείου, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων με βάση το άρθρο IV του καταστατικού, είναι πολύ προσεκτικά διατυπωμένη, για ευνόητους λόγους, αλλά καθιστά σαφές ότι η κατάσταση παραμένει δύσκολη και οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να κινηθούν δραστήρια και σε πολλά επίπεδα για να επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μονοψήφιο ποσοστό.
Ήδη από την εισαγωγική αναφορά τους στο τραπεζικό σύστημα, τα στελέχη του Ταμείου αποφεύγουν τους εξωραϊσμούς, τονίζοντας ότι «η αποκατάσταση του τραπεζικού τομέα, ο οποίος τώρα είναι ένας δυσλειτουργικός κινητήρας ανάπτυξης, είναι μια κορυφαία προτεραιότητα».
Τα καλά νέα είναι ότι, όπως σημειώνεται αμέσως μετά, «ο στόχος της κυβέρνησης για την επίτευξη μονοψήφιων ποσοστών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) μέχρι τα μέσα του 2022 κινείται στη σωστή κατεύθυνση και το προτεινόμενο σχήμα προστασίας ενεργητικού (ΑPS) με την ονομασία «Ηρακλής» θα μπορούσε να παρέχει σημαντική υποστήριξη (αν και σημαντικές λεπτομέρειες του σχήματος δεν έχουν γίνει ακόμη γνωστές)».
Όμως, ένας «Ηρακλής» δεν είναι αρκετός: «Για την πλήρη αποκατάσταση της ποιότητας του ενεργητικού, σε συνάρτηση με την ποιότητα και τα επίπεδα τραπεζικού κεφαλαίου, της ρευστότητας και της κερδοφορίας, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αναπτύξει μια πιο συνολική, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική», τονίζει το Ταμείο.
Η αναφορά αυτή, μάλιστα, ερμηνεύεται και ως μια κωδικοποιημένη υπόδειξη υιοθέτησης του σχεδίου της Τράπεζας της Ελλάδος, αμέσως μετά την προώθηση του σχεδίου «Ηρακλής». Και αυτό διότι γίνεται λόγος για «την ποιότητα τραπεζικού κεφαλαίου» και, ως γνωστόν, το σχέδιο της ΤτΕ είναι προσανατολισμένο ακριβώς στη βελτίωση της ποιότητας του κεφαλαίου, μέσω της μείωσης των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
Μια άλλη πηγή ανησυχίας για το Ταμείο φαίνεται πως είναι το ενδεχόμενο να προσφύγει η σε λύσεις κρατικής παρέμβασης, που θα κινούνται μακριά από το πλαίσιο της αγοράς και θα έχουν υψηλό κόστος για τον προϋπολογισμό, με δυσανάλογα μικρά οφέλη για τις τράπεζες και την οικονομίας.
Οι προσπάθειες που θα πρέπει να κάνει η κυβέρνηση, όπως τονίζεται, «θα πρέπει πρωτίστως να είναι αγορακεντρικές, με οποιαδήποτε δημόσια στήριξη να υπόκειται σε μια δυναμική ανάλυση κόστους - οφέλους και να υποστηρίζονται από περαιτέρω βελτιώσεις του νομικού πλαισίου (π.χ. πιο αποδοτικές δικαστικές διαδικασίες και εκσυγχρονισμό του καθεστώτος αφερεγγυότητας)».
Τέλος, παρεμβαίνοντας στη συζήτηση που ήδη γίνεται μεταξύ της κυβέρνησης και των Ευρωπαίων δανειστών για μια παράταση ισχύος του νόμου για την προστασία της πρώτης κατοικίας, το Ταμείο ξεκαθαρίζει ότι είναι αντίθετο σε αυτή την προοπτική, υπογραμμίζοντας ότι «η προστασία των στεγαστικών δανείων έχει παρεμποδίσει την ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους, έχει υπονομεύσει την νοοτροπία πληρωμών και θα πρέπει να εκλείψει μόνιμα».