Η πραγματική διαπραγμάτευση για το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρώπης, των 750 δισ. ευρώ, μόλις άρχισε και θα γίνει αγώνας δρόμου για να ολοκληρωθεί με μια ιστορική συμφωνία των ηγετών στα μέσα Ιουλίου, όπου ρόλο – κλειδί θα έχει η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ. Η Ελλάδα διατηρεί τις ελπίδες της για ένα σημαντικό μερίδιο, ύψους 32 δισ. ευρώ, αλλά οι «παγίδες» κρύβονται στις λεπτομέρειες και, ειδικότερα, στους όρους που θα συμφωνηθούν για τη διάθεση των επιδοτήσεων και δανείων.
Στην τηλεδιάσκεψη των ηγετών, την Πέμπτη, η διαπραγμάτευση δεν είχε φθάσει σε τέτοιο βαθμό ωριμότητας, ώστε να υπάρξει τελική συμφωνία, όμως, όπως τόνισε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, άρχισε να «αναδύεται μια συναίνεση» σε βασικά σημεία, δηλαδή όσον αφορά την αύξηση του ανώτατου ορίου ιδίων πόρων του κοινοτικού προϋπολογισμού (Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο – ΠΔΠ), αλλά και την αναγκαιότητα του Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία εξαρχής είχε αμφισβητηθεί από τις χώρες του λεγόμενου «μπλοκ της λιτότητας» (Αυστρία, Ολλανδία, Σουηδία, Δανία).
Ο Σ. Μισέλ έσπευσε να τονίσει ότι δεν παραγνωρίζει και τις διαφωνίες που εξακολουθούν να υπάρχουν, όπως για το ύψος των επιχορηγήσεων, την κλείδα κατανομής (ο τύπος με τον οποίο υπολογίζεται το μερίδιο κάθε χώρας) και τους όρους της χορήγησης των κονδυλίων.
Οι πραγματικές διαπραγματεύσεις τώρα αρχίζουν, όπως τόνισε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, και στόχος είναι σε μια σύνοδο με φυσική παρουσία των ηγετών μέσα στον Ιούλιο (πολιτικοί παρατηρητές στις Βρυξέλλες δεν αποκλείουν να υπάρξει και δεύτερη πριν τις θερινές διακοπές) να οριστικοποιηθεί η συμφωνία που θα έχει ιστορική διάσταση, αφού για πρώτη φορά θα έχει συμφωνηθεί κοινός δανεισμός των ευρωπαϊκών χωρών σε τόσο μεγάλη κλίμακα και μια κοινή οικονομική απάντηση σε μια πολύ σοβαρή κρίση.
Οι αναλυτές που παρακολουθούν τις ευρωπαϊκές εξελίξεις εκτιμούν ότι στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουλίου τα περιθώρια αποτυχίας είναι πολύ μικρά, αφού όλοι οι ηγέτες της Ευρώπης έχουν καταλάβει ότι, εάν μείνει ανοικτή αυτή η διαπραγμάτευση για το φθινόπωρο, θα μείνει ανοικτή μια δυνητικά «τοξική» εκκρεμότητα, αφού θα αμφισβητηθεί από τους πολίτες της Ευρώπης και τις αγορές η δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων για να αντιμετωπίσει μια τόσο σοβαρή κρίση, τη χειρότερη μεταπολεμική ύφεση, για την οποία προειδοποιούν όλοι, με πρώτη την επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ.
Επισημαίνεται, επίσης, ο καίριος ρόλος που θα έχει στην εξέλιξη των διαπραγματεύσεων του Ιουλίου η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ: η Γερμανία αναλαμβάνει την κυλιόμενη προεδρία της Ε.Ε. και η Μέρκελ, που βρίσκεται στο τέλος μιας μεγάλης πολιτικής καριέρας, θέλει να συνδέσει το όνομά της με μια μεγάλη ευρωπαϊκή συμφωνία και να δώσει νέα ώθηση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Οι δραματικοί τόνοι της Μέρκελ στη συζήτηση της Πέμπτης, όπου σκιαγράφησε με γκρίζα χρώματα τους κινδύνους για την ευρωπαϊκή οικονομία, έδειξαν ότι η Γερμανίδα καγκελάριος θα ασκήσει έντονη πίεση για να ξεπερασθούν οι διαφωνίες, ακολουθώντας τη γνωστή διαπραγματευτική τακτική της, όπου θα υπογραμμίζει από μία τους κινδύνους και, από την άλλη, το ότι δεν υπάρχει κάποια εναλλακτική στο σχέδιο που ήδη έχει εκπονηθεί από την Κομισιόν, με βάση και τις σχετικές γαλλογερμανικές προτάσεις.
Η Ελλάδα παίζει… άμυνα
Οι προτάσεις της Κομισιόν ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές για την Ελλάδα, που είναι μαζί με την Ιταλία και την Ισπανία οι τρεις πλέον ευνοημένες χώρες. Η ελληνική κυβέρνηση «παίζει άμυνα», έχοντας στόχο να αποφευχθεί ένα «ξήλωμα» των προτάσεων αυτών, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα βασικά σημεία τους, αφού όλοι αντιλαμβάνονται ότι θα πρέπει να γίνουν κάποιοι συμβιβασμοί για να ικανοποιηθούν οι χώρες της λιτότητας και η ομάδα ανατολικοευρωπαϊκών κρατών (Ομάδα Βίζεγκραντ), που θεωρεί ότι πρέπει να γίνει μια ανακατανομή πόρων από τις χώρες της Μεσογείου στην Ανατολική Ευρώπη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην τοποθέτησή του την Πέμπτη, χαρακτήρισε την πρόταση της Κομισιόν για το Ταμείο Ανάκαμψης ένα πολύ καλό σημείο εκκίνησης, από το οποίο δεν πρέπει να γίνουν υποχωρήσεις. Είπε χαρακτηριστικά ότι μίλησε ως εκπρόσωπος μιας χώρας που το 2011 βίωσε ύφεση 9,1% και σημείωσε αυτού του είδους οι καταστάσεις είναι πραγματικά ιδιαίτερα επώδυνες, οδηγούν σε κοινωνική αναταραχή και σε άνοδο του λαϊκισμού.
«Πρέπει όλοι να γνωρίζουμε καλά τι θα αντιμετωπίσουμε, εάν η αντίδρασή μας δεν έχει το κατάλληλο μέγεθος ή την ταχύτητα που απαιτείται», προειδοποίησε ο κ. Μητσοτάκης και ζήτησε επίσης να διατηρηθεί το ύψος του συνολικού ποσού και η αναλογία επιχορηγήσεων - δανείων, καθώς και να μην αλλάξει η κλείδα κατανομής. «Οι αγορές έχουν προεξοφλήσει το ύψος της παρέμβασης κι οτιδήποτε διαφορετικό θα δημιουργούσε σοβαρότατο πρόβλημα», τόνισε χαρακτηριστικά.
Το περίγραμμα του συμβιβασμού και οι κίνδυνοι
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, αυτό που φαίνεται να έχει κατοχυρωθεί οριστικά είναι ότι το Ταμείο Ανάκαμψης δεν πρόκειται να συρρικνωθεί στη διάρκεια αυτής της διαπραγμάτευσης, όπως ήθελαν οι χώρες της λιτότητας. Άλλωστε, ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν επέμεινε με μεγάλη ένταση στην ανάγκη να δοθούν οι επιχορηγήσεις (δωρεάν χρήμα) ύψους 500 δισ. ευρώ, που περιλαμβάνονται στην πρόταση της Κομισιόν και συμπληρώνονται από δάνεια 250 δισ. ευρώ.
Οι επιχορηγήσεις ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την Ελλάδα και από αυτές περιμένουμε 24 δισ. ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα 8 δισ. ευρώ, που αποτελούν δάνεια, δεν έχουν την ίδια βαρύτητα για την Αθήνα, καθώς είναι ποσά που θα προστεθούν στο ήδη υψηλό δημόσιο χρέος και δεν θα αξιοποιηθούν κατά προτεραιότητα. Το πιθανότερο σενάριο, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, είναι ότι η Ελλάδα δεν θα βγει από τη διαπραγμάτευση με κάποιο «κούρεμα» του δικού της μεριδίου από το Ταμείο Ανάκαμψης, εκτός ίσως από ορισμένες διορθωτικές κινήσεις που δεν θα αλλάξουν ουσιωδώς την εικόνα (π.χ.: μια μικρή αλλαγή στην κλείδα κατανομής των πόρων που θα μείωνε ελαφρώς τα κονδύλια του Club Med για να ικανοποιηθούν οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες).
Ωστόσο, μια πολύ επικίνδυνη παγίδα δεν παύει να υπάρχει σε αυτή τη διαπραγμάτευση: προκειμένου να ικανοποιηθούν σε κάτι και οι τέσσερις χώρες της λιτότητας όλα δείχνουν ότι θα γίνει δεκτό το αίτημά τους να συνδεθούν οι ενισχύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης με πολύ αυστηρούς όρους, που θα διασφαλίζουν ότι όσες χώρες λάβουν ενισχύσεις θα αναλάβουν την υποχρέωση να εκτελέσουν μεταρρυθμίσεις με κάποιου είδους επιτήρηση από τις Βρυξέλλες, αλλά και ότι θα γίνει σοβαρή αξιολόγηση της διάθεσης των κονδυλίων, ώστε να διασφαλισθεί ότι θα καταλήξουν σε επενδύσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα και όχι την αύξηση της κατανάλωσης.
Αυτή είναι η «κόκκινη γραμμή» που χάραξε στη διαπραγμάτευση της Πέμπτης ο Αυστριακός καγκελάριος, Σεμπάστιαν Κουρτς, εκφράζοντας τις θέσεις της ομάδας των τεσσάρων χωρών. «Είναι συνδεδεμένα τα κεφάλαια με μεταρρυθμίσεις; Μας κάνουν πιο ανταγωνιστικούς; Θα πάνε στην ψηφιοποίηση και την πράσινη ανάπτυξη; Αυτό είναι το σωστό», είπε χαρακτηριστικά ο Κουρτς, τονίζοντας ότι δεν θα πρέπει να πάνε χαμένα σε καταναλωτικές δαπάνες, όπως η χρηματοδότησης προγραμμάτων βασικού εισοδήματος για όλους ή τα κουπόνια για τουρισμό.
Δεδομένου ότι η επιτήρηση από τις Βρυξέλλες είναι ένα πολιτικά «ευαίσθητο» θέμα στην Ελλάδα, αλλά και ότι η ελληνική διοίκηση έχει διαχρονικά μεγάλα προβλήματα στην ορθολογική και αποτελεσματική αξιοποίηση κοινοτικών πόρων, η κατάληξη της διαπραγμάτευσης για τους όρους διάθεσης των κονδυλίων έχει ιδιαίτερη σημασία για την Αθήνα. Σύμφωνα με πληροφορίες, θα γίνει προσπάθεια να «αναχαιτισθούν» προτάσεις που συζητούνται ήδη στο παρασκήνιο για πολυετή προγράμματα που θα συμφωνεί κάθε χώρα με την Κομισιόν, κάτι που θα παρέπεμπε στα γνωστά μνημόνια του παρελθόντος και να χορηγούνται τα κονδύλια με τους ίδιους γενικούς όρους που θα ισχύουν για όλους και με ένα πλαίσιο επιτήρησης που δεν θα διαφέρει πολύ από ό,τι ήδη ισχύει για το ΕΣΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση, μετά την αναμενόμενη συμφωνία του Ιουλίου θα αρχίσει να φαίνεται η πραγματική πρόκληση για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς είναι προφανές ότι η έγκριση ενός μεγάλου προγράμματος είναι μόνο η αρχή και θα απαιτηθεί να «σηκώσουν τα μανίκια» όλοι οι εμπλεκόμενοι στην αξιοποίηση των πόρων, ώστε να μεγιστοποιηθεί το όφελος για την οικονομία, μέσα από μια ορθολογική και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων και να μην φθάσουμε να μιλάμε σε λίγα χρόνια για μια χαμένη ευκαιρία.