Για νέα έξοδο στις αγορές με ισχυρή ώθηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ετοιμάζεται το υπουργείο Οικονομικών, καθώς την Πέμπτη οι αναλυτές περιμένουν να ανακοινωθεί σημαντική αύξηση, έως και διπλασιασμός, του ειδικού προγράμματος αγοράς ομολόγων για την πανδημία, από την οποία θα προκύψει μια «ένεση» της τάξεως των 10 – 15 δισ. ευρώ στα ελληνικά κρατικά ομόλογα.
Στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, η απόδοση του 10ετούς ελληνικού τίτλου έχει σταθεροποιηθεί λίγο χαμηλότερα από το 1,50%, ενώ τον Μάρτιο, πριν παρέμβει η ΕΚΤ με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων των 750 δισ. ευρώ, είχε εκτιναχθεί κοντά στο 4%, επίπεδο απαγορευτικό για δανεισμό της χώρας από την αγορά.
Οι συνθήκες που διαμορφώνονται είναι άκρως ευνοϊκές για τις χώρες της ευρωζώνης με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα, και πλέον θεωρείται βέβαιο ότι την επόμενη εβδομάδα ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα τολμήσει μια έξοδο στην αγορά με νέα έκδοση 10ετούς ομολόγου για την άντληση τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ, χωρίς να αποκλείεται, εφόσον οι αποδόσεις που θα προσφερθούν από τους επενδυτές είναι χαμηλές, να αντληθεί τελικά μεγαλύτερο ποσό, ύψους 4 – 5 δισ. ευρώ, ώστε να στηριχθεί η ρευστότητα του Δημοσίου σε μια δύσκολη περίοδο εκτίναξης των ελλειμμάτων λόγω της κρίσης του κορονοϊού.
Όλοι οι αναλυτές συμφωνούν ότι η ΕΚΤ θα ανακοινώσει την Πέμπτη, μετά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, την αύξηση του προγράμματος αγοράς ομολόγων για την πανδημία, καθώς ήδη, όπως σημειώνουν σε σημερινό δημοσίευμα οι “Financial Times” η κεντρική τράπεζα έχει δαπανήσει περισσότερα από 210 δισ. ευρώ σε αγορές τίτλων και, με αυτούς τους ρυθμούς, τα 750 δισ. ευρώ θα έχουν εξαντληθεί ως τον Οκτώβριο. «Είναι σαφές ότι τα 750 δισ. δεν είναι αρκετά», δηλώνει στην εφημερίδα ο Έρικ Νίλσεν, επικεφαλής οικονομολόγος της UniCredit.
Η Moody’s, όπως και οι περισσότεροι αναλυτές που ερωτήθηκαν από το Reuters, προβλέπουν ότι η αύξηση του προγράμματος θα είναι της τάξεως των 500 δισ. ευρώ τουλάχιστον, ενώ ορισμένοι αναλυτές, όπως αυτοί της ABN AMRO, εκτιμούν ότι είναι πολύ πιθανός ο διπλασιασμός του ποσού, με μια αύξηση κατά 750 δισ. ευρώ.
Ανάλογα με το ποσό της αύξησης που θα ανακοινωθεί, για την Ελλάδα θα αναλογούν νέες αγορές τίτλων από την ΕΚΤ ύψους 10 – 15 δισ. ευρώ, ενώ ήδη η κεντρική τράπεζα, μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος, έχει προχωρήσει σε αγορές ομολόγων αξίας περίπου 3,5 δισ. ευρώ.
Ουσιαστικά, όπως εκτιμούν οι αναλυτές, η ΕΚΤ παρέχει με την πολιτική της ένα σημαντικό στήριγμα στις κυβερνήσεις της ευρωζώνης, αφού οι αγορές τίτλων που γίνονται απορροφούν την αυξημένη προσφορά ομολόγων από τις κυβερνήσεις, οι οποίες προσπαθούν να χρηματοδοτήσουν τη μεγάλη αύξηση των ελλειμμάτων λόγω κορονοϊού.
Σε αυτές τις συνθήκες, όπως έχει επισημάνει η ΕΚΤ στην τελευταία της έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να αλλάξει η αξιολόγηση του ρίσκου των ομολόγων από την αγορά και να αρχίσουν να δέχονται πίεση οι πιο ασθενείς οικονομίες, με τη μορφή του αυξημένου κόστους δανεισμού.
Η ΕΚΤ θα παραμείνει για αρκετό καιρό ακόμη το μοναδικό πραγματικό στήριγμα των κυβερνήσεων της ευρωζώνης, ώστε να αποφευχθούν αυξήσεις στα κόστη δανεισμού ειδικά των ασθενέστερων οικονομιών, αφού το φιλόδοξο σχέδιο της Κομισιόν για ένα Ταμείο Ανάκαμψης 750 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι θα αρχίσει να εφαρμόζεται από το 2021.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες αναγνωρίζουν αυτή την ανάγκη. Όπως έχει δηλώσει ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, Βιλρουά ντε Γκαλό, «πιθανόν πρέπει να πάμε ακόμη πιο μακριά» με τις αγορές κρατικών ομολόγων. Η Κριστίν Λαγκάρντ, παρά την πρόσφατη απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, έχει τονίσει ότι «δεν θα διστάσουμε να προσαρμόσουμε το μέγεθος, τη διάρκεια και τη σύνθεση του προγράμματος για την πανδημία, στην έκταση που θα κρίνουμε αναγκαίο».