Επιταχύνεται τις τελευταίες ημέρες η αποστολή χιλιάδων ειδοποιητηρίων από την ΑΑΔΕ σε φορολογούμενους που είτε εντοπίστηκαν από διασταυρώσεις των ελεγκτικών μηχανισμών, είτε δεν υπέβαλαν φορολογικές δηλώσεις.
Στόχος είναι το σύνολο των ειδοποιητηρίων που θα αποσταλούν εντός του 2025 να είναι τουλάχιστον 10.000, όπως προβλέπει η εντολή του διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή, που περιέχεται στο επιχειρησιακό Σχέδιο.
Οι φορολογούμενοι από την πλευρά τους, εάν λάβουν ειδοποίηση από την ΑΑΔΕ, θα πρέπει κατ΄ αρχήν να πληροφορηθούν το περιεχόμενό της, ώστε να έχουν την ευχέρεια αντίδρασης και να καταστρώσουν τη στρατηγική τους, ενώ δεν αποκλείεται και η πιθανότητα λάθους από την πλευρά της εφορίας.
Πρόκειται για ένα ελεγκτικό σπριντ της ΑΑΔΕ μέχρι τη λήξη του τρέχοντος φορολογικού έτους, προκειμένου κλείσουν όσο γίνεται περισσότερα μέτωπα της φοροδιαφυγής, αξιοποιώντας το εργαλεία των διασταυρώσεων, στοιχείων που είτε υπάρχουν στα αρχεία του Taxisnet είτε μπορούν να βρεθούν από τρίτες πηγές, από την Ελλάδα και το εξωτερικό και κυρίως από τις τράπεζες, ΕΦΚΑ, ΓΕΜΗ, Κτηματολόγιο, συμβολαιογραφικές πράξεις.
Ειδικότερα, τα ειδοποιητήρια είναι ηλεκτρονικά και θεωρούνται ότι έχουν νομίμως κοινοποιηθεί από τη στιγμή που καθίστανται διαθέσιμες στην ψηφιακή θυρίδα, ανεξαρτήτως αν ο φορολογούμενος έλαβε γνώση αυτών.
Δηλαδή, αν η ΑΑΔΕ αποστείλει ειδοποίηση στη θυρίδα του φορολογούμενου ή με email, θεωρείται ότι έχει κοινοποιηθεί από την ημέρα της ανάρτησης ή της αποστολής και αν δεν ανοίξει για να το διαβάσει ελεγχόμενος, δεν μπορεί να επικαλεστεί ότι δεν τον γνώριζε.
Ακόμη, από τη ημερομηνία κοινοποίησης τρέχουν προθεσμίες και, εάν το αγνοήσει, μπορεί να χάσει την προθεσμία της απάντησης και της αμφισβήτησης των ευρημάτων της εφορίας (εντός 20 ημερών) ή να χάσει το δικαίωμα προσφυγής στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, που πρέπει να υποβληθεί εντός 30 ημερών από τη λήψη της οριστικής Πράξης προσδιορισμού του φόρου.
Εφόσον δεν δικαιωθεί και στη ΔΕΔ, τότε μπορεί να προσφύγει στα φορολογικά δικαστήρια ή στην Επιτροπή Φορολογικών Διαφορών του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Πότε εκδίδεται
Σε ότι αφορά στην «Πράξη Εκτιμώμενου Προσδιορισμού Φόρου» η νομοθεσία προβλέπει ότι «εάν ο υπόχρεος δεν υποβάλει φορολογική δήλωση εντός της νόμιμης προθεσμίας ή παραλείψει να δηλώσει φορολογητέα ύλη, ο προσδιορισμός του φόρου δύναται να γίνεται με έκδοση πράξης εκτιμώμενου προσδιορισμού φόρου, βάσει κάθε διαθέσιμου στοιχείου και ιδίως με βάση το επίπεδο διαβίωσης του υπόχρεου, την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας ή τα δεδομένα ομοειδών επιχειρήσεων ή επαγγελματιών».
Η πράξη εκδίδεται όταν δεν έχει υποβληθεί φορολογική δήλωση εντός της προθεσμίας ή υποβλήθηκε δήλωση, αλλά είναι ελλιπής ως προς τα εισοδήματα και τα περιουσιακά στοιχεία.
Στην περίπτωση που βρεθούν εισοδήματα που όφειλε ο υπόχρεος να τα δηλώσει αλλά, δεν θα δήλωσε, αυτά προστίθενται στα εισοδήματα του έτους στο οποίο ανάγονται και φορολογούνται συνολικά μαζί με εκείνα που δηλώθηκαν αρχικά, με τις, τότε, ισχύουσες κλίμακες και επιβάλλονται και πρόστιμα.
Αν όμως βρεθούν κρυφά εισοδήματα, τα οποία θα χαρακτηριστούν ως προσαύξηση περιουσίας, όπως τραπεζικές καταθέσεις οι οποίες δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματα του υπόχρεου, τότε φορολογούνται με συντελεστή 33% από το πρώτο ευρώ και επιβαρύνονται και με πρόστιμο έως 50% επί του φόρου που προκύπτει.
Και στην περίπτωση των πράξεων Εκτιμώμενου Προσδιορισμού Φόρου ισχύουν οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος της εφορίας να κοινοποιήσει φόρους και πρόστιμα. Στο πλαίσιο αυτό, η ΑΑΔΕ έχει τη δυνατότητα μόνο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου να βεβαιώσει φόρους και πρόστιμα σε υποθέσεις που ανάγονται στα έτη, 2019 (πενταετία), 2017 (αν υποβλήθηκαν δηλώσεις εκπρόθεσμα εντός του 2023), 2014 (υποθέσεις ΦΠΑ) και 2009 (αν δεν υποβλήθηκε φορολογική δήλωση).
Όταν κάνει λάθη η εφορία
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο φορολογούμενος εντοπίζει λάθος της εφορίας και αμφισβητεί, φυσικά, τις διαπιστώσεις του ελέγχου. Τότε μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση του λάθους από τη Δ.Ο.Υ., το ΚΕΦΟΔΕ ή το Ελεγκτικό Κέντρο, με απλή διαδικασία και χωρίς να χρειαστεί η προσφυγή στη ΔΕΔ ή στα φορολογικά δικαστήρια.
Η δυνατότητα αυτή παρέχεται, μόνο όταν διαπιστώνεται «πρόδηλο σφάλμα», όπως π.χ. φορολογήθηκε για υψηλότερο εισόδημα από το πραγματικό και δηλωθέν, του επιβλήθηκε φόρος με μεγαλύτερο συντελεστή, από αυτόν που αναλογούσε λόγω αναριθμητισμού κ.λπ.
Όμως στις περιπτώσεις αυτές ο φορολογούμενος οφείλει να ζητήσει επανεξέταση και διόρθωση, εντός 3 ετών από την κοινοποίηση της πράξης.
Ο «επιγενόμενος λόγος»
Μια άλλη περίπτωση κατά την οποία «αθωώνεται» ο φορολογούμενος, είναι ο «επιγενόμενος λόγος». Ο συγκεκριμένος όρος χαρακτηρίζει τις υποθέσεις εκείνες, που η υποχρέωση για δήλωση δημιουργείται ή καθίσταται γνωστή μετά τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας, χωρίς φταίει (και να αποδεικνύεται) ο φορολογούμενος.
Αφορά περιπτώσεις κατά τις οποίες ο φορολογούμενος δεν μπορούσε αντικειμενικά να γνωρίζει ότι όφειλε να δηλώσει κάποιο εισόδημα εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας. Παραδείγματα είναι η εκπρόθεσμη έκδοση από τον εργοδοτικό φορέα βεβαίωσης για αναδρομικά ή ποσά που ελήφθησαν με βάση δικαστική απόφαση και κάθε άλλη περίπτωση, κατά την οποία ο φορολογούμενος δεν θα μπορούσε να γνωρίζει την υποχρέωσή του να υποβάλει δήλωση.
Στις περιπτώσεις αυτές, η νομοθεσία παρέχει τη δυνατότητα υποβολής εκπρόθεσμης δήλωσης χωρίς πρόστιμα, ενώ αν έχει εκδοθεί πράξης εκτιμώμενου προσδιορισμού του φόρου, ακυρώνεται και με την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων.