Ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών στην Ελλάδα παραμένει θεσμικά εγκλωβισμένος, με βασικότερο ζήτημα την ολοκλήρωση του ειδικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού υδατοκαλλιεργειών (ΕΠΧΣΑΑΥ). Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), Απόστολος Τουραλιάς, από το 2011 μέχρι σήμερα έχουν θεσμοθετηθεί μόλις 7 από τις 23 υποβληθείσες αιτήσεις ίδρυσης ΠΟΑΥ ιχθυοκαλλιέργειας, μέσω έκδοσης των αντίστοιχων Προεδρικών Διαταγμάτων.
Παρά τις διαδοχικές παρατάσεις, η ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού παραμένει σε εκκρεμότητα, με τον κ. Τουραλιά να επισημαίνει ότι οι καθυστερήσεις οφείλονται στην αδυναμία της διοίκησης να εφαρμόσει τη νομοθεσία. Αυτή η κατάσταση θέτει εμπόδια στους αναπτυξιακούς στόχους του Πολυετούς Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου για την ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών (ΠΕΣΣΑΥ), επηρεάζοντας τον εξορθολογισμό της παραγωγής και την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Παρότι από το 2022 έχουν ολοκληρωθεί οι απαιτούμενες διαδικασίες για τη χωροθέτηση μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας, όπως διαβούλευση με φορείς, θετικές εισηγήσεις και περιβαλλοντικές εγκρίσεις, η διαδικασία παραμένει στάσιμη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η θεσμοθέτηση της ΠΟΑΥ Εύβοιας το 2024, μετά από δέκα χρόνια διαβουλεύσεων.
Η καθυστέρηση στην εφαρμογή του χωροταξικού πλαισίου προκαλεί θεσμική ασάφεια και λειτουργικά προβλήματα στις επιχειρήσεις. Η έλλειψη οργανωμένων ζωνών, αντίστοιχων με τις βιομηχανικές περιοχές, δυσχεραίνει τον έλεγχο και την εποπτεία, ενώ δημιουργεί αβεβαιότητα για την υλοποίηση επενδύσεων.
Από το βήμα της 89ης ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεσμεύθηκε για την επίσπευση της επίλυσης του χωροταξικού ζητήματος του κλάδου. Όπως τόνισε, «θα τελειώσουν τα ειδικά χωροταξικά πλαίσια, τόσο για τη βιομηχανία όσο για τον τουρισμό και για τις ιχθυοκαλλιέργειες, τομέας κρίσιμος για τον πρωτογενή τομέα».
Ο πρόεδρος της ΕΛΟΠΥ χαρακτήρισε θετική εξέλιξη την εξαγγελία του πρωθυπουργού για την ολοκλήρωση του ειδικού χωροταξικού σχεδίου, τονίζοντας ότι πρόκειται για διαχρονική εκκρεμότητα που σχετίζεται με τη βιώσιμη ανάπτυξη, τη διαφάνεια στις διαδικασίες αδειοδότησης και τη δημιουργία σαφούς πλαισίου για επενδύσεις.
Ανθεκτικότητα και εξωστρέφεια στον κλάδο
Παρά τις προκλήσεις, οι ελληνικές επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας διατήρησαν το 2024 την ανθεκτικότητά τους και την ανταγωνιστικότητα στις διεθνείς αγορές. Σύμφωνα με την 11η ετήσια έκθεση της ΕΛΟΠΥ, ο κλάδος παραμένει ηγέτης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενισχύοντας την εξωστρέφειά του, παρά τις θεσμικές εκκρεμότητες.
Η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού το 2024 μειώθηκε κατά 5,5%, φτάνοντας τους 114.500 τόνους, ακολουθώντας την πτωτική τάση στην ΕΕ. Ωστόσο, η αξία των πωλήσεων αυξήθηκε κατά 3,5% στα 721,5 εκατ. ευρώ, βελτιώνοντας τα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων. Η μείωση της παραγωγής σχετίζεται με τη διαδικασία αναδιάρθρωσης των μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου.
Οι εξαγωγές νωπών ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας ακολούθησαν ανάλογη πορεία, κυρίως λόγω μειωμένης διαθεσιμότητας τσιπούρας, ενώ η ζήτηση στις βασικές αγορές της ΕΕ και των ΗΠΑ παρέμεινε σταθερή.
Συνολικά, η παραγωγή ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας το 2024 ανήλθε σε 123.000 τόνους, αξίας 768,4 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση 7% σε όγκο αλλά αύξηση 1% στην αξία πωλήσεων σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελούν το 93% της παραγωγής, ενώ το υπόλοιπο 7% αφορά άλλα μεσογειακά είδη.
Εξαγωγές και ανταγωνισμός
Το 2024 οι εξαγωγές παρουσίασαν πτώση 6%, φτάνοντας τους 94.132 τόνους, αλλά η μέση τιμή εξαγωγής αυξήθηκε στα 6,14 ευρώ/κιλό για την τσιπούρα και στα 6,47 ευρώ/κιλό για το λαβράκι. Παρά το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, οι εξαγωγές ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας συνέβαλαν θετικά, επιβεβαιώνοντας τον εξαγωγικό χαρακτήρα του κλάδου.
Τα πρώτα στοιχεία του 2025 δείχνουν άνοδο των εξαγωγών και τιμές σε επίπεδα ρεκόρ δεκαετίας. Η διεθνής ζήτηση αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, ενώ το κόστος παραγωγής βελτιώθηκε λόγω μείωσης των τιμών πρώτων υλών στις ιχθυοτροφές. Εφόσον διατηρηθεί το θετικό κλίμα, το 2025 προβλέπεται ευνοϊκό για τον κλάδο, ενισχύοντας τη σταθερότητα και την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Το 2024 επιβεβαιώθηκε το έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για την ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, παρά τις προκλήσεις και τον ανταγωνισμό. Ο κλάδος παραμένει δυναμικός, με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα και προσφέρει προϊόντα υψηλής ποιότητας. Αναμένεται να συνεχίσει να προσελκύει επενδύσεις και να δημιουργεί υπεραξίες σε μακροπρόθεσμη βάση.
Αν και η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού στην ΕΕ δεν επηρέασε σημαντικά τις ελληνικές πωλήσεις, ο ανταγωνισμός ενισχύθηκε κυρίως από την Τουρκία, της οποίας η παραγωγή ξεπερνά πλέον το σύνολο της ΕΕ. Τουρκικές εταιρείες δραστηριοποιούνται και στην Ελλάδα, επιδιώκοντας πρόσβαση σε εμπορικά δίκτυα της χώρας και της Ευρώπης.
Επενδύσεις και γεωγραφική κατανομή
Το 2024 ολοκληρώθηκε η αποπληρωμή των επενδυτικών σχεδίων του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας 2014-2020 (ΕΠΑΛΘ), με συνολική δημόσια δαπάνη 85,4 εκατ. ευρώ. Οι επενδύσεις στόχευσαν στον εκσυγχρονισμό των μονάδων, την αειφορία και την αύξηση της παραγωγής. Το πρόγραμμα έκλεισε με απορροφητικότητα 105,3%, ενώ ξεκίνησε και η υλοποίηση του νέου προγράμματος 2021-2027 (ΠΑΛΥΘ), με δυνατότητα διάθεσης 92,4 εκατ. ευρώ σε μέτρα υδατοκαλλιέργειας.
Το 2024 δραστηριοποιήθηκαν 73 εταιρείες και όμιλοι με 285 μονάδες εκτροφής θαλάσσιων μεσογειακών ιχθύων, εκ των οποίων το 60% είναι μικρομεσαίες και οικογενειακές επιχειρήσεις. Το 78% των μονάδων βρίσκεται σε τρεις αποκεντρωμένες διοικήσεις: Πελοποννήσου - Δυτικής Ελλάδας & Ιονίου, Θεσσαλίας - Στερεάς Ελλάδας και Αιγαίου. Αυτές οι περιοχές συγκεντρώνουν το 81% των μισθωμένων εκτάσεων και το 82% της ελληνικής παραγωγής.
Οι εταιρείες του κλάδου δραστηριοποιούνται σε 11 από τις 13 περιφερειακές ενότητες της χώρας, δημιουργώντας σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας. Σε ορισμένες ενότητες, παρότι οι μονάδες είναι λιγότερες από 10, ο όγκος παραγωγής παραμένει υψηλός.