Η Τράπεζα της Ελλάδος προχωρά σε αναθεώρηση προς τα κάτω των εκτιμήσεών της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τόσο για το 2024 όσο και για το 2026, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία δημοσίευσε πρόσφατα αντίστοιχες μακροοικονομικές προβλέψεις.
Στη νέα περιοδική της έκθεση, η ΤτΕ εκτιμά πως το 2024 το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) θα σημειώσει άνοδο 2,2%, ενώ για το 2026 προβλέπεται περαιτέρω επιβράδυνση στο 1,9%, με την ανάπτυξη να ανακάμπτει ελαφρώς το 2027 στο 2,1%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις δύο μήνες πριν, στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, η Τράπεζα εκτιμούσε ρυθμό ανάπτυξης 2,3% για το 2024 και 2,1% για το 2026, με σταθεροποίηση του ρυθμού αυτού για το 2027.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της Τράπεζας της Ελλάδος, η ελληνική οικονομία μετά το 2025 αναμένεται να προσεγγίσει τον δυνητικό της ρυθμό μεγέθυνσης, με την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, ενισχυόμενες από τα ευρωπαϊκά κονδύλια που παραμένουν διαθέσιμα.
Παράλληλα, ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε σχετικά υψηλά επίπεδα, αγγίζοντας το 3,1% το 2025, κυρίως λόγω της ανθεκτικότητας του πληθωρισμού στις υπηρεσίες.
Η δημοσιονομική πολιτική προβλέπεται να αποκτήσει επεκτατικό χαρακτήρα το 2025, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του μηχανισμού Ανάκαμψης και Προσαρμογής (Recovery and Resilience Facility - RRF).
Αυτός ο θετικός δημοσιονομικός χώρος επέτρεψε την ανακοίνωση πρόσθετων μόνιμων επεκτατικών μέτρων κατά τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, με κόστος εκτιμώμενο στα 1,8 δισ. ευρώ για το 2026 (περίπου 0,7% του ΑΕΠ) και 2,5 δισ. ευρώ για το 2027 (περίπου 0,9% του ΑΕΠ). Τα μέτρα αυτά εκτιμάται ότι θα συμβάλουν σε υψηλότερους από τους αρχικά προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα έτη.
Η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει πως η ισχύουσα δυναμική της ανάπτυξης, που καταγράφηκε τα προηγούμενα χρόνια, αναμένεται να διατηρηθεί έως και το 2027, παρά το αβέβαιο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη παραμένουν, καθώς αυτοί κρίνονται «καθοδικοί», δηλαδή ελλοχεύει ο κίνδυνος περαιτέρω επιβράδυνσης, κυρίως λόγω της αυξημένης γεωπολιτικής αβεβαιότητας, των προκλήσεων στην παγκόσμια εμπορική πολιτική και της επίδρασης της κλιματικής αλλαγής.
Ακόμη και μετά τις προς τα κάτω αναθεωρήσεις, οι ρυθμοί ανάπτυξης που προβλέπει η ΤτΕ για την ελληνική οικονομία παραμένουν υπερδιπλάσιοι σε σχέση με αυτούς της ζώνης του ευρώ.
Όπως αναδεικνύεται στην έκθεση, οι ελαφρά χαμηλότερες εκτιμήσεις σε σχέση με τον Ιούνιο του 2025 αποδίδονται στις μέτριες επιδόσεις της οικονομίας εντός του τρέχοντος έτους, καθώς και στην ενίσχυση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ.
Η κατανάλωση αναμένεται να αναδειχθεί ως βασικός μοχλός της ανάπτυξης, ενώ θετική θα είναι και η συμβολή των επενδύσεων και των εξαγωγών. Συγκεκριμένα, η ιδιωτική κατανάλωση προβλέπεται να ενισχυθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,0% στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, στοιχείο που στηρίζεται στην αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, στην ενίσχυση της απασχόλησης, στις μισθολογικές αυξήσεις και στη σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Οι συνολικές επενδύσεις αναμένεται να σημειώσουν μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 7,5%. Αντίθετα, οι δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα καταγράψουν αρνητικό πρόσημο το 2027, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες θα διατηρήσουν ικανοποιητική επίδοση παρά το γεγονός ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν αισθητά χαμηλότερες σε σύγκριση με τα επίπεδα πριν από την οικονομική κρίση.