Νέες πηγές χρηματοδότησης που θα τροφοδοτούν ένα εθνικό ταμείο έργων υποδομής προτείνουν οι τεχνικές εταιρείες της χώρας, ώστε ο κλάδος να ανταποκριθεί στην τεράστια δεξαμενή έργων που θα φτάσουν τα 27 δισ. ευρώ ως το 2030. Μετά από μία δεκαετία κατάρρευσης λόγω της οικονομικής ύφεσης, το μεγάλο comeback των κατασκευών καθρεφτίζεται στο ιστορικά υψηλό ανεκτέλεστο των τεσσάρων μεγάλων ομίλων (ΤΕΡΝΑ, AKTOR, ΑΒΑΞ, ΜΕΤΚΑ) που ξεπερνά τα 16 δισ. ευρώ.
Για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των έργων, χρειάζονται για τα επόμενα τέσσερα με πέντε χρόνια να γράφουν έσοδα της τάξης των 4-4,5 δισ. ευρώ ετησίως, όταν πέρσι κινήθηκαν στα 3,32 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει επιτάχυνση στην εκτέλεση των έργων. Όμως η δυσκολία εξασφάλισης πόρων και η έλλειψη προσωπικού καθιστούν δύσκολη την εξίσωση.
Οι τεχνικές εταιρείες ζητούν παράλληλα επικαιροποίηση προϋπολογισμών για όλα τα προς δημοπράτηση έργα, καθώς ο κλάδος καλείται συχνά να εκτελεί έργα με τιμές εικοσαετίας. Εξάλλου, εδώ και τρία χρόνια, έχει κολλήσει η ενεργοποίηση της Εταιρείας Προδιαγραφών και Τιμολόγησης Τεχνικών Έργων και Μελετών στον ορισμό των εκπροσώπων του δημοσίου, με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί ούτε το πολυαναμενόμενο Παρατηρητήριο Τιμών.
«Δεν είναι δυνατόν η κοστολόγηση των έργων να γίνεται με ανεπίκαιρες και παρωχημένες τιμές μονάδας και να μην υπάρχει ανταπόκριση σε σύγχρονες προδιαγραφές», σημειώνουν οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου Τεχνικών Εταιρειών Ανωτέρων Τάξεων (ΣΤΕΑΤ).
Στο εθνικό ταμείο το τίμημα των παραχωρήσεων
Στα κεντρικά συμπεράσματα της πρόσφατης γενικής συνέλευσης του ΣΤΕΑΤ, όπως αυτά διατυπώθηκαν, ξεχωρίζει η αναγκαιότητα σύστασης ενός εθνικού ταμείου έργων υποδομής. Στον νέο κουμπαρά θα συγκεντρώνονται πόροι ώστε και το δημόσιο να εξοφλεί στην ώρα του τις υποχρεώσεις απέναντι στους αναδόχους, αλλά και να έχει χρήματα για νέες ανάγκες, συντήρηση υποδομών, θωράκιση απέναντι στην κλιματική κρίση.
Μάλιστα, οι τεχνικές εταιρείες προτείνουν σε αυτό το εθνικό ταμείο να μπαίνουν τα μεγάλα ποσά που καταβάλλονται από αναδόχους κατά την ανάληψη έργων παραχώρησης. «Δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται η πρακτική τιμωρίας της χώρας και
να της επιβάλλεται να προωθούνται αυτά για την αποπληρωμή του χρέους», επισημαίνουν τα μέλη του ΣΤΕΑΤ, καλώντας επί της ουσίας την πολιτεία να επιδιώξει να διαπραγματευθεί για την άμεση και ουσιαστική αλλαγή αυτών των ρυθμίσεων.
Όσο για άλλες πηγές πόρων, που μπορούν να γεμίσουν τον κρατικό κορβανά των έργων, προτείνονται πέρα από εθνικούς πόρους και ΕΣΠΑ, τα έσοδα από διόδια ή λιμενικά τέλη, μερίδιο από φόρους καυσίμων/κυκλοφορίας, ένα νέο Ταμείο Ανάκαμψης, πράσινα ομόλογα, project bonds, τέλη ρύπων. Ειδικά, δε, για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, οι εκπρόσωποι των εργολάβων κρίνουν απαραίτητη την έστω και περιορισμένου χρόνου παράταση, ειδικότερα στα ώριμα έργα, αλλά και την ανάπτυξη νέων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών σχημάτων.
Πρότυπες προτάσεις και μετακλήσεις προσωπικού
Όσο για τα έργα που χρειάζεται να γίνουν στην Αττική, τα οποία είναι δύσκολο να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση από ευρωπαϊκές πηγές, οι τεχνικές εταιρείες επιμένουν στις πρότυπες προτάσεις, τις οποίες όμως το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών κρατά στον πάγο.
Αν και στις αρχές του έτους φάνηκε φως στην άκρη του τούνελ, αφού οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο -που μένει ανενεργό εδώ και τρία χρόνια- παρουσιάστηκαν στο υπουργικό συμβούλιο, πάλι το ζήτημα σέρνεται. «Αντιμετωπίζονται οξύτατα προβλήματα κυκλοφοριακά, περιβαλλοντικά, υγείας των κατοίκων, με σοβαρά αρνητικές επιπτώσεις και δεν είναι δυνατόν πλέον να παραμένει η εφαρμογή του νόμου σε αδράνεια, όταν τα προβλήματα με την πάροδο του χρόνου θα είναι ανυπέρβλητα», υποστηρίζει ο ΣΤΕΑΤ, βάζοντας στο κάδρο έργα περιφερειών, χωρίς μεγάλα οικονομικά όρια για την υποβολή πρότασης, με ταχεία προώθηση μικρότερων ανταποδοτικών έργων.
Πρόταση, πάντως, που κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση με τις προωθούμενες αλλαγές, που θα οριοθετήσουν τις πρότυπες προτάσεις σε έργα ΣΔΙΤ και παραχωρήσεις, με το κατώφλι να παραμένει στα 200 εκατ. ευρώ.
Στα θέματα προσωπικού, οι τεχνικές εταιρείες ζητούν τη διευκόλυνση της μετάκλησης εργαζομένων από χώρες του εξωτερικού, με αναγνώριση από το ελληνικό δημόσιο των αντίστοιχων πιστοποιητικών εξειδίκευσής τους.