Ιδιαίτερα ανήσυχοι για την ασφάλεια των υφιστάμενων υποδομών δείχνουν οι Αθηναίοι, μετά τους κατοίκους της Ρώμης, της Λισαβόνας και του Μιλάνου, σύμφωνα με τον δείκτη της Cyclomedia για 32 ευρωπαϊκές πόλεις. Ποσοστό 41% όσων συμμετείχαν στην έρευνα εξέφρασαν την ανησυχία τους για την κατάρρευση μίας γέφυρας ή οδογέφυρας, καθώς οδηγούν ή περπατούν από κάτω ή τη διασχίζουν, ενώ αντίστοιχα δεν δήλωσαν σίγουροι ότι οι δρόμοι αντέχουν στις έντονες βροχοπτώσεις.
Το ζητούμενο της ανθεκτικότητας απασχολεί πια, κυρίως μετά τη μεγάλη καταστροφή της Θεσσαλίας πριν ένα χρόνο, όχι μόνο τους επιστήμονες, τον τεχνικό κόσμο και όσους λαμβάνουν αποφάσεις, αλλά και τους πολίτες. Στην ανάγκη συμπερίληψης μελετών ανθεκτικότητας και κλιματικής αλλαγής στα νέα έργα αναφέρθηκε ο γενικός διευθυντής της Intrakat – ΑΚΤΩΡ, Αναστάσιος Αρανίτης, στο πρόσφατο 7ο Συνέδριο Υποδομών και Μεταφορών. «Τα παραπάνω αποτελούν σοβαρούς παράγοντες με σημαντική επίδραση στο κόστος των έργων και στα χρονοδιαγράμματα υλοποίησής τους», επισήμανε.
«Όταν μιλάμε για ανθεκτικότητα, αυτή δεν σημαίνει πως πρέπει να γίνουν μεγάλα έργα. Χρειάζεται καλός σχεδιασμός και μικρά σημαντικά έργα. Σχετίζεται, όμως, περισσότερο με τις υφιστάμενες υποδομές. Πρέπει να βάλουμε άμεσα στο τραπέζι τη συντήρησή τους», είπε στο ίδιο συνέδριο ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Γιώργος Στασινός.
Ήδη, ισχυρές οικονομίες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα με τις παλιές, ασυντήρητες υποδομές, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και η Γερμανία, που είτε πρέπει να τις συντηρήσουν ή και ορισμένες να τις ξαναφτιάξουν. Παρόλα αυτά, η χρηματοδότηση τέτοιων έργων είναι δύσκολη υπόθεση. Η Ευρώπη δεν διαθέτει πόρους για τη συντήρηση και την αναβάθμιση υφιστάμενων υποδομών, παρά μόνο για νέα έργα.
Η χώρα μας θα επιδιώξει, μεν, ενίσχυση των πόρων για έργα ανθεκτικότητας στην επόμενη προγραμματική περίοδο. Αυτό όμως στέλνει τον ορίζοντα μετά το 2027, ενώ η ανάληψη ενεργού δράσης επείγει. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ετήσιο κόστος για την αντιμετώπιση της διάβρωσης των ακτών μας ανέρχεται στο αστρονομικό ποσό των 2,6 δισ. ευρώ.
Λύση με «όχημα» τις παραχωρήσεις
Δεδομένου ότι σύντομα θα αναγκαστούμε και στην Ελλάδα να δώσουμε προσοχή στις παλιές υποδομές, για τις οποίες δεν διαθέτουμε καν σαφή εικόνα, κι ελλείψει πηγών χρηματοδότησης τόσο ευρωπαϊκών όσο και εθνικών, ο κ. Στασινός έβαλε στο τραπέζι μία «υβριδική» λύση χρηματοδότησης. Αυτή περιλαμβάνει τον διαχωρισμό της χώρας σε ζώνες, ανά περιφέρεια ή με γεωγραφικά κριτήρια, ώστε η συντήρηση υποδομών που δεν παράγουν έσοδα να «κουμπώσει» στην επέκταση μίας όμορης σύμβασης παραχώρησης.
Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει και μία χαρτογράφηση των αναγκών, η οποία πάει με τον αραμπά. Εξάλλου, η χώρα μας στερείται μίας καταγραφής των έργων υποδομής που υπάρχουν ανά την επικράτεια και της κατάστασης στην οποία βρίσκονται. Και μπορεί το ΤΕΕ να έχει προχωρήσει με την ψηφιακή πλατφόρμα του Εθνικού Μητρώου Υποδομών, όμως το data entry, η εισαγωγή δηλαδή της «ταυτότητας» κάθε έργου, μικρού ή μεγάλου, έχει μέχρι στιγμής κολλήσει.
Οι τοπικές αρχές, κυρίως οι δήμοι, είναι απρόθυμοι να καταχωρήσουν υποδομές που βρίσκονται εντός των ορίων τους, διότι αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να τις συντηρήσουν, αλλά δεν διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους.
Αυτή την περίοδο, εντωμεταξύ, το ΤΕΕ προσπαθεί να δρομολογήσει την ολοκλήρωση, μέσα στον επόμενο ένα χρόνο, ενός εγχειρήματος που η ελληνική πολιτεία αδυνατεί να ολοκληρώσει εδώ και 30 χρόνια. Αφορά στον πρωτοβάθμιο σεισμικό έλεγχο σε σχολεία, νοσοκομεία, δημόσια κτήρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου το 70% των κτηρίων στη χώρα έχουν κατασκευαστεί προ του 1955, με αποτέλεσμα να μην έχουν καμία σεισμική θωράκιση. Αυτό σημαίνει πως είναι αναγκαίο να φτάσουμε σε μία σημαντική αναλογία κατασκευών με τις προϋποθέσεις που ισχύουν μετά το 1995.
«Αυτά όλα θα φέρουν κάποια αποτελέσματα. Αν δούμε, δηλαδή, ότι μία γέφυρα έχει πρόβλημα, αυτή θα πρέπει να κλείσει. Θα χρειαστεί να λάβουμε μέτρα και να αναζητήσουμε ένα εργαλείο που θα κινητοποιήσει άμεσα πόρους, δηλαδή υβριδικούς τρόπους για την υλοποίηση έργων συντήρησης», κατέληξε.