Μπορεί η εβδομάδα να ξεκίνησε με βουτιά 30% της τιμής του αργού, ωστόσο οι οδηγοί είδαν να περνάει στην αντλία ένα απειροελάχιστο ποσοστό αυτής της μείωσης. Το υπόλοιπο το «κατάπιαν» οι φόροι και η γνωστή πρακτική της αγοράς καυσίμων να περνά τις αυξήσεις γρήγορα και τις μειώσεις με καθυστέρηση.
Αν και την περασμένη Δευτέρα το αργό κατρακύλησε από τα 45 στα 32 δολάρια το βαρέλι, για να κλείσει χθες στα 34 δολάρια, δηλαδή είχαμε μια εβδομαδιαία μείωση της τάξης του 25%, εντούτοις στην αντλία έφτασε μόλις το… 1,6%.
Στο ίδιο αυτό διάστημα, τα διυλιστήρια μείωσαν τις τιμές τους κατά 10 λεπτά /λίτρο -από τα 40 λεπτά στα 30 λεπτά το λίτρο χθες- ωστόσο η υποχώρηση των τιμών στα πρατήρια ήταν μεσοσταθμικά μόλις 2,6 λεπτά. Και αυτό καθώς από τα 1,56 ευρώ το λίτρο που πωλούνταν πανελλαδικά η αμόλυβδη βενζίνη την περασμένη Παρασκευή, προτού δηλαδή ξεσπάσει ο πετρελαϊκός πόλεμος τιμών, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, αυτά της Πέμπτης, είχε πέσει στα 1,536 ευρώ/ λίτρο. Μειώθηκε δηλαδή στη διάρκεια της εβδομάδας κάτι λιγότερο από 3 λεπτά.
Κάποιοι θα σπεύσουν να κατηγορήσουν για αυτό τους πρατηριούχους. Πράγματι, τα πρατήρια είθισται να μην περνούν άμεσα στην κατανάλωση τις μειώσεις, κάτι που όμως δεν ισχύει στις αυξήσεις. Σύμφωνα με την πρακτική αυτή, οι πρατηριούχοι χρειάζονται 3-4 ημέρες μέχρι να πουλήσουν τα αποθέματα που είχαν αγοράσει σε υψηλότερες από τις τρέχουσες τιμές. Όταν αυτό συμβεί και ξαναγοράσουν με τις νέες χαμηλότερες τιμές, τότε περνούν στην κατανάλωση και τις μειώσεις. Λογικά επομένως η αγορά θα δει μειώσεις στα καύσιμα από την επόμενη εβδομάδα.
Η χρονοκαθυστέρηση είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι οι φόροι. Τόσο η άνοδος του αργού, όσο και η μείωση, επηρεάζουν μόνο το 30% της τελικής τιμής στη βενζίνη. Το υπόλοιπο 70% παραμένει ανεπηρέαστο, αφού αφορά σταθερούς φόρους, δηλαδή τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (710 ευρώ/ 1000 λίτρα), που στα χρόνια των μνημονίων αυξήθηκε πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, με συνέπεια η Ελλάδα να κατέχει την τρίτη υψηλότερη θέση της ευρωπαικής κατάταξης, πίσω μόνο από την Ολλανδία και την Ιταλία. Τα μνημόνια έφυγαν, ο ΕΦΚ όμως παρέμεινε στο ύψος του.
Το ίδιο ισχύει και με τον ΦΠΑ που έχει συντελεστή 24% και είναι επίσης ο τρίτος υψηλότερος στην ευρωπαϊκή κατάταξη. Χαρακτηριστικό είναι ότι από τα 1,536 ευρώ της τρέχουσας πανελλαδικής τιμής, τα 0,296 ευρώ αφορούν την τιμή διυλιστηρίου, τα 0,165 ευρώ το μεικτό εμπορικό περιθώριο εταιρειών και πρατηριούχων και τα 1,075 ευρώ αντιστοιχούν στον ΕΦΚ μαζί με τον ΦΠΑ 24% και διάφορα τέλη.
Πρωταθλητισμός στους φόρους
Ο κανόνας επομένως που ισχύει στην ελληνική αγορά είναι ότι κάθε μείωση των διεθνών τιμών κατά 30%, μεταφράζεται σε μείωση μόνο στο 30% της λιανικής τιμής, γεγονός που σημαίνει ότι ο καταναλωτής βλέπει στην αντλία πτώση μόνο 10%. Και αυτό όχι την ίδια εβδομάδα, παρά συνήθως την επόμενη, με τους πρατηριούχους να επικαλούνται ότι έχουν αποθέματα αγορασμένα σε υψηλότερες τιμές, άρα αφού τα πουλήσουν και αγοράσουν με χαμηλότερες, τότε θα φανούν και οι μειώσεις.
Αλλά ακόμη και άμεσα να μετακύλιαν στην αντλία τις μειώσεις οι πρατηριούχοι και πάλι ο καταναλωτής δεν θα έβλεπε την βουτιά του 30% στο αργό. Το πολύ να αγόραζε την βενζίνη, φθηνότερη κατά 10%. Και η κατάσταση αυτή θα διαιωνίζεται, όσο η Ελλάδα θα συνεχίζει να αποτελεί τον πανευρωπαϊκό πρωταθλητή στα πετρελαιοειδή.
Ειδικά στον φόρο προστιθέμενης αξίας, πλειάδα ευρωπαϊκών χωρών με πολλαπλάσια αγοραστική δύναμη της ελληνικής, έχουν χαμηλότερους συντελεστές στην βενζίνη. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι Κύπρος, Ρουμανία και Γερμανία έχουν ΦΠΑ 19%, σε Γαλλία, Αυστρία, Βουλγαρία, Εσθονία και Σλοβακία ο ΦΠΑ είναι 20% και σε Βέλγιο Ολλανδία, Ισπανία, Τσεχία, Λιθουανία, Λετονία φτάνει το 21%.