Στην ελληνική οικονομική κρίση, στην κατάσταση -συγκριτικά- της γαλλικής οικονομίας σήμερα, αλλά και στα ζητήματα της διεθνούς οικονομικής συνεργασίας, αναφέρθηκαν σε ραδιοφωνική τους συνέντευξη -στον σταθμό «radiofrance»- με αφορμή την κυκλοφορία στην Γαλλία του βιβλίου τους «Οι νέοι κανόνες του Παιχνιδιού: Πώς να αποφευχθεί το παγκόσμιο χάος», ο Έλληνας, πρώην υπουργός και καθηγητής στο European University Institute Γιώργος Παπακωνσταντίνου και ο Γάλλος καθηγητής Οικονομίας, επικεφαλής της δεξαμενής σκέψης Bruegel στις Βρυξέλλες και στενός συνεργάτης κατά το παρελθόν του προέδρου Μακρόν, με την οικονομική πολιτική του οποίου έχει ωστόσο διαφωνήσει, Ζαν Πιζανί Φερί.
Ερωτηθείς ο Γ. Παπακωνσταντίνου, στην αρχή της συνέντευξης, «αν και κατά πόσο η Γαλλία είναι η νέα Ελλάδα» σε ό,τι αφορά τα προβλήματα της εθνικής οικονομίας, είπε ότι δεν πρέπει να υπερβάλει κανείς με αυτού του είδους τις συγκρίσεις, εξηγώντας ότι το 2010, όταν έγινε υπουργός Οικονομικών, η Ελλάδα είχε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, παρουσιάζοντας τρία ελλείμματα: το δημοσιονομικό, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της και το έλλειμμα εμπιστοσύνης των εταίρων της, λόγω των ψευδών οικονομικών στοιχείων της προηγούμενης κυβέρνησης.
Συνεχίζοντας και αφού υπενθύμισε ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ήταν τότε στο 130% του ΑΕΠ και το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 15%, ο πρώην υπουργός σημείωσε ότι η κατάσταση της γαλλικής οικονομίας είναι ανησυχητική, αλλά δεν είναι στα ίδια επίπεδα κρίσης όπως εκείνα της Ελλάδας το 2010. Σε επόμενο ερώτημα για το πού βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα, ο Γ. Παπακωνσταντίνου ανέφερε ότι η χώρα, λαμβάνοντας σοβαρά, αναπόφευκτα αλλά και σκληρά μέτρα, (ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση επαγγελμάτων, αύξηση ηλικίας συνταξιοδότησης, αλλαγές στο φορολογικό πλαίσιο κά) πλήρωσε ένα μεγάλο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κόστος και ότι από την άποψη αυτή δεν συνιστά παράδειγμα προς μίμηση.
Απαντώντας σε άλλο σχετικό ερώτημα, ο πρώην υπουργός ανέφερε ότι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας έχει πλέον βελτιωθεί, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι η ελληνική κρίση του 2009 μπορεί να συγκριθεί μόνο με την κρίση του 1929-1932 στην Αμερική. «Η διαφορά είναι ότι στις ΗΠΑ χρειάστηκαν τότε τρία χρόνια για να διορθωθεί η κατάσταση, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας χρειάστηκαν 15 χρόνια» ανέφερε ο Γ. Παπακωνσταντίνου.
Απαντώντας τέλος, αναφορικά με τα ζητήματα της ελληνικής οικονομίας, στο ερώτημα αν υπάρχει πρόβλημα με τη φορολόγηση της Εκκλησίας και των εφοπλιστών στην Ελλάδα, ο Γ. Παπακωνσταντίνου είπε ότι ήταν ο πρώτος υπουργός που φορολόγησε την Εκκλησία στην Ελλάδα -και ότι αυτό δεν ήταν εύκολο- και ότι οι εφοπλιστές προστατεύονται φορολογικά από το ελληνικό Σύνταγμα, που τους δίνει ειδικά πλεονεκτήματα. «Ωστόσο η γνώμη του μέσου Έλληνα είναι ότι τόσο η Εκκλησία όσο και οι εφοπλιστές δεν φορολογούνται επαρκώς στην Ελλάδα» κατέληξε ο πρώην υπουργός.
Ως προς τα ζητήματα της γαλλικής οικονομίας, τόσο ο Γ. Παπακωνσταντίνου όσο και ο Ζαν Πιζανί Φερί, τόνισαν πως το γεγονός ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας θα υπερβεί το 6% του ΑΕΠ, έναντι 4,4%, που ήταν ο αρχικός στόχος, συνιστά αναμφίβολα μία δυσάρεστη έκπληξη.
Σημείωσαν ωστόσο ότι η εξέλιξη αυτή οφείλεται περισσότερο σε υπερβάσεις των κρατικών δαπανών και όχι σε προσπάθεια απόκρυψης της πραγματικής κατάστασης από την γαλλική κυβέρνηση. Κατά τον Γ. Παπακωσταντίνου μείζον πρόβλημα για την Γαλλία είναι και η έλλειψη πολιτικής σταθερότητας, σημείωσε ωστόσο ότι πλεονέκτημα για την κυβέρνηση Μπαρνιέ είναι το γεγονός ότι δεν συνιστά πλέον ταμπού στη Γαλλία το ενδεχόμενο αύξησης των φορολογικών εσόδων.
Τέλος σε ό,τι αφορά τα ζητήματα της διεθνούς συνεργασίας, οι συγγραφείς του βιβλίου ανέφεραν πως υπάρχουν παραδείγματα με θετικά αποτελέσματα, όπως οι κανόνες ανταγωνισμού των επιχειρήσεων που λίγο-πολύ είναι κοινά αποδεκτοί διεθνώς, αλλά και ο τομέας της υγείας κατά την περίοδο του κορονοϊού. Ως προς το ζήτημα της αντιμετώπισης της μετανάστευσης, ο Γ. Παπακωνσταντίνου ανέφερε ότι το μείζον πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχει κοινή αντίληψη μεταξύ των κρατών της Ευρώπης.
Επισήμανε ότι θα πρέπει να γίνει μία οικονομική ανάλυση για τα συν και τα πλην της μετανάστευσης στην Ευρώπη και στη συνέχεια να υπάρξει συμφωνία επί των Αρχών βάσει των οποίων θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το ζήτημα, υπενθυμίζοντας πως στην πρώτη φάση της μεταναστευτικής κρίσης, η Ελλάδα αναγκάστηκε να την αντιμετωπίσει μόνη της αφού δεν υπήρχε καμία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική.