Το ζητούμενο της αντιστοίχισης των δεξιοτήτων που ζητάει η αγορά εργασίας και εκείνων που παρέχουν τα ελληνικά πανεπιστήμια, οι δυνατότητες συνεργιών μεταξύ της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και οι προκλήσεις που θέτουν -τόσο σε ό,τι αφορά το μέλλον της εκπαίδευσης όσο και των επαγγελμάτων- η πράσινη μετάβαση και η εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης συζητήθηκαν σε εκδήλωση που διοργάνωσε, το απόγευμα της Παρασκευής, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, στο πλαίσιο της 88ης ΔΕΘ 2024.
Στην εκδήλωση με τίτλο «Εκπαίδευση, Δια Βίου Μάθηση, Δεξιότητες και Αγορά Εργασίας: Επίδικα και Διακυβεύματα» τοποθετήθηκαν η υφυπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Ιωάννα Λυτρίβη, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών Χρήστος Μπούρας, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Θεόδωρος Θεοδουλίδης και ο γενικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Χρήστος Γούλας.
«Η συστηματική κυβερνητική προσπάθεια που γίνεται τα τελευταία τέσσερα χρόνια φαίνεται πως αποδίδει και έτσι βρισκόμαστε πιο κοντά από ποτέ στη συνολική αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης καθιστώντας την ισότιμη και ισάξια διαδρομή με αυτή του πανεπιστημίου μετά το λύκειο, με σημαντικές προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης. Για πρώτη φορά, ύστερα από περίπου 50 χρόνια, η επαγγελματική εκπαίδευση στη χώρα μας υφίσταται ριζική ανανέωση και περνά σε μια νέα εποχή, με στρατηγικό σχεδιασμό, στοχεύοντας στην εγγύτερη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας», επισήμανε στην ομιλία της η κ. Λύτριβη.
«Με τις δράσεις μας, τις πρωτοβουλίες μας, νομοθετικές και επιχειρησιακές ενισχύουμε την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση προκειμένου να καταστεί ορατή και συνειδητά επιλέξιμη επιλογή για τις νέες και τους νέους μας. Με αφετηρία τον νόμο-πλαίσιο 4763/2020 και χτίζοντας πάνω σε αυτόν με τον νόμο 5082/2024 επιχειρούμε να διασυνδέσουμε και να οργανώσουμε συστηματικά τις δομές επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης μετά το γυμνάσιο μέχρι το κατώφλι του πανεπιστημίου. Παράλληλα, βρισκόμαστε σε στενή επαφή με τους κοινωνικούς εταίρους σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, προσβλέποντας στην ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου και την εμπλοκή τους στον σχεδιασμό και τη λήψη αποφάσεων», πρόσθεσε.
Εκτίμησε, δε, ότι «η συστημική ολοκλήρωση ενός ενιαίου χώρου διά βίου μάθησης, εντός του οποίου θα έχουν τη θέση τους τυπικά εκπαιδευτικά συστήματα, συστήματα επαγγελματικής κατάρτισης -αρχικής και συνεχιζόμενης-, αλλά και διαδικασίες πιστοποίησης και επικύρωσης της άτυπης μαθησιακής εμπειρίας, αποτελεί απτή πολιτική πραγματικότητα».
Σχετικά με το κοινωνικό αποτύπωμα των μεταρρυθμίσεων στην επαγγελματική εκπαίδευση, η κ. Λυτρίβη παρατήρησε ότι «δεν μπορεί να υπάρξει καμιά κοινωνία της γνώσης, αν δεν υπάρξει μια κοινωνία της μάθησης και της εκπαίδευσης» και «όποιος μιλάει για οικονομία της γνώσης οφείλει πλέον να αναφέρεται στους τρόπους συσσώρευσης, κωδικοποίησης και κοινωνικής της διάχυσης», καθώς «πρόκειται για μια τεράστια αλλαγή στη λειτουργία του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής κατά τη φάση μετάβασης στην περίφημη 4η βιομηχανική επανάσταση», ενώ «με δεδομένη την ταχύτητα της τεχνητής νοημοσύνης να αρχίσουμε να βάζουμε στο μυαλό και στον λόγο μας και την 5η βιομηχανική επανάσταση»
Μιλώντας για την αναντιστοιχία του περιεχομένου της ζήτησης και της προσφοράς στην αγορά εργασίας, ο κ. Μπούρας παρατήρησε ότι «αποδίδεται μονομερώς στην εκπαίδευση και μάλιστα στο ελληνικό πανεπιστήμιο».
«Το πανεπιστήμιο παράγει νέα γνώση μέσω της έρευνας και εφοδιάζει τους νέους επιστήμονες με τα αναγκαία προσόντα για όλα τα πιθανά ζητήματα μιας επιστημονικής περιοχής και όχι για το τι θέλει μια συγκεκριμένη περίοδο η αγορά εργασίας», σημείωσε ο κ. Μπούρας.
Πρόσθεσε, δε, ότι στα περισσότερα τμήματα του Πανεπιστημίου Πατρών λειτουργούν εξωτερικές συμβουλευτικές επιτροπές με εκπροσώπους της κοινωνίας για τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών, στους τελευταίους κύκλους αξιολογήσεων και πιστοποιήσεων στις επιτροπές αξιολόγησης υπάρχει πάντοτε εκπρόσωπος του οικείου κλάδου -για παράδειγμα στα τμήματα μηχανικών από το Τεχνικό Επιμελητήριο και όλες τις αξιολογήσεις οι εμπειρογνώμονες αξιολογητές προέρχονται από χώρες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, ενώ «σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις δεν είχαμε ανατροφοδότηση για απαρχαιωμένα προγράμματα ή μαθησιακά ελλιπή και αναντίστοιχα προς την οικονομία».
Ο κ. Μπούρας επικαλέστηκε τα στοιχεία έρευνας του ΙΝΕ-ΓΣΣΕ, τα οποία, όπως είπε, «δείχνουν ότι στη χώρα μας η αναντιστοιχία είναι κυρίως κάθετη -ένα άτομο απασχολείται μεν στο αντικείμενο σπουδών του αλλά σε διαφορετικό επίπεδο, συνήθως κατώτερο των δεξιοτήτων του- και μάλιστα πρόκειται για φαινόμενο με βάθος τουλάχιστον εικοσαετίας, με αυξητικές μάλιστα τάσεις, άρα πρόκειται για μόνιμο χαρακτηριστικό, το οποίο αφορά σχεδόν όλους τους παραγωγικούς κλάδους. Δηλαδή, με άλλα λόγια, το ελληνικό πανεπιστήμιο παράγει αποφοίτους με περισσότερα προσόντα από αυτά που ζητάει η οικονομία και όχι λιγότερα η ελλιπή όπως υπονοείται στον δημόσιο διάλογο».
Σε ό,τι αφορά τη σχέση της επαγγελματικής κατάρτισης και της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ο κ. Μπούρας παρατήρησε ότι διαχρονικά έχει υπάρξει μία δύσκολη σχέση, αναγνωρίζοντας πάντως ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια πολύ σημαντική προσπάθεια για την αναβάθμιση της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Στη στρεβλή ανάπτυξη των προηγούμενων δεκαετιών, χρόνιες παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος και της δημογραφικής εξέλιξης σε συνδυασμό με τη φυγή πολλών νέων επαγγελματιών στα χρόνια της κρίσης, όπως και στο έλλειμμα κουλτούρας έρευνας- καινοτομίας στις επιχειρήσεις που «θέλουν λύσεις χθες», απέδωσε ο κ. Θεοδουλίδης την αναντιστοιχία μεταξύ των δεξιοτήτων που αναζητά η αγορά εργασίας και της αντίστοιχης διαθεσιμότητας ποιοτικού ανθρώπινου δυναμικού.
«Η επένδυση στη γνώση προϋποθέτει να τεθεί η ανώτατη εκπαίδευση στο επίκεντρο της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Όσον αφορά τα πανεπιστήμια της περιφέρειας, η πρόκληση είναι ακόμη μεγαλύτερη γιατί εκεί έχουμε το μεγαλύτερο ζητούμενο της προσέλκυσης φοιτητών καθώς η επιλογή των σχολών και τμημάτων βασίζεται και σε γεωγραφικά κριτήρια», σημείωσε.
Σχετικά με τη συμμετοχή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας στην ενεργειακή μετάβαση και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της περιοχής, ο κ. Θεοδουλίδης είπε: «Είμαστε ένα πανεπιστήμιο που άλλο ελληνικό δεν έχει βρεθεί στη θέση μας. Είμαστε το Πανεπιστήμιο της μετάβασης. Η συγκυρία το έφερε και η αναδιοργάνωσή μας συνέπεσε με την εξαγγελία της απολιγνιτοποίησης και την τεράστια πρόκληση που καλούμαστε να μετατρέψουμε σε ευκαιρία.
Το ΕΠ-ΔΑΜ με 6 στόχους πολιτικής και 1 δισεκατομμύριο ευρωπαϊκών πόρων μόνο για τη Δυτική Μακεδονία επιχειρεί να αλλάξει το τοπίο στην περιφέρειά μας. Τα χαρακτηριστικά του προγράμματος είναι η επιχειρηματικότητα, η έρευνα και η καινοτομία. Εδώ η πρόκληση είναι μεγάλη, δεν υπήρχε τέτοια κουλτούρα στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, η οποία στον αντίστοιχο δείκτη είναι τελευταία στη χώρα.
Στο πλαίσιο αυτό, το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας αναδεικνύεται σε ευρωπαϊκό και μεσογειακό hub εφαρμοσμένης έρευνας, πράσινης καινοτομίας και επιχειρηματικότητας, στηρίζοντας ουσιαστικά το βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης στην περιφέρεια. Θα αποτελέσει τον κεντρικό πυρήνα στην ανάπτυξη ολοκληρωμένου οικοσυστήματος έρευνας και καινοτομίας, προσελκύοντας τεχνολογικούς κολοσσούς, ακαδημαϊκό επιστημονικό και ερευνητικό προσωπικό και νέες επενδύσεις με επίκεντρο την πράσινη ενέργεια και τον ψηφιακό μετασχηματισμό», εξήγησε ο κ. Θεοδουλίδης.
«Η ποιότητα της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης είναι ανάλογη της ποιότητας της μισθωτής εργασίας και με τη σειρά της η ποιότητα της εργασίας είναι αναγκαία προϋπόθεση κάθε επιχειρηματικής ανάπτυξης. Δεν υπάρχει κανένα παραγωγικό υπόδειγμα και κανένα διεθνές παράδειγμα αποτελεσματικής αναπτυξιακής που να μην εστιάζει στην ποιοτική διασύνδεση αυτών των τριών παραμέτρων», ανέφερε από την πλευρά ο κ. Γούλας.
Περιέγραψε δε ως πέντε κρίκους ενός οικοσυστήματος την εκπαίδευση, τη δια βίου μάθηση, τις δεξιότητες, την αγορά εργασίας και το παραγωγικό σύστημα, εξηγώντας ότι σε αυτό το οικοσύστημα είναι σημαντική η διαπερατότητα, δηλαδή κανένα υποσύστημα να μην μπλοκάρει την εξέλιξη του πολίτη.
«Μπορεί να υπάρχει ποιότητα στην εργασία αν δεν υπάρχει ποιότητα στο εκπαιδευτικό σύστημα και πολύ περισσότερο αν δεν έχουμε ένα ποιοτικό σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης; Αντιστρέφοντας το ερώτημα μπορούμε να έχουμε ένα ποιοτικό σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης, όταν δεν υπάρχει ποιότητα στην εργασία;», διερωτήθηκε.
Εξέφρασε δε τον προβληματισμό του για τη σχέση του παραγωγικού συστήματος με την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την αγορά εργασίας, παρατηρώντας ότι «το παραγωγικό σύστημα τα τελευταία χρόνια δίνει στην εστίαση και στον τουρισμό το 80% των νέων θέσεων εργασίας», άρα, «το παραγωγικό σύστημα είναι αυτό το οποίο θα πρέπει να ζητά από το εκπαιδευτικό και το σύστημα κατάρτισης υψηλές δεξιότητες, αλλά ταυτόχρονα να επεκτείνεται, να ενισχύεται και να γίνεται πιο ποιοτικό».
Ο κ. Γούλας στάθηκε ιδιαίτερα στα στοιχεία για την απασχόληση των αποφοίτων των πανεπιστημίων, σημειώνοντας ότι «ένα 35% των αποφοίτων τριτοβάθμιας δεν αναζητά εργασία», άρα «πρέπει να γίνει πιο ελκυστική η εργασία και από την άλλη να αναβαθμιστεί το παραγωγικό σύστημα, προκειμένου αυτό το υπόλοιπο ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας να ενταχθεί και να μην αναζητά λύσεις στο εξωτερικό».