Επενδύσεις ύψους 200 δισ. ευρώ και στρατηγικές συγχωνεύσεις απαιτούνται σε τηλεπικοινωνίες και ψηφιακή τεχνολογία για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ και της Ασίας, σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι. Η έκθεση για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας βάζει στο επίκεντρο τις τηλεπικοινωνίες και την τεχνολογία και προτρέπει τα κράτη μέλη μην χάσουν και αυτή την ευκαιρία που προσφέρει η νέα ψηφιακή επανάσταση.
Όπως επισημαίνει η έκθεση, η Ευρώπη υστερεί έναντι των στόχων που είχε θέσει για το 2030 και την ψηφιακή δεκαετία έχοντας μείνει πίσω στην ανάπτυξη δικτύων οπτικών ινών και 5G για τα οποία θα απαιτηθούν επιπλέον επενδύσεις. Η έκθεση καλεί τα κράτη μέλη να χαλαρώσουν τους κανόνες ανταγωνισμού με στόχο να διευκολυνθούν οι συγχωνεύσεις και να αναπτυχθούν νέα οικονομικά και βιομηχανικά μοντέλα από τις επιχειρήσεις.
Τονίζει πως «η τεχνολογική αλλαγή επιταχύνεται ραγδαία. Η Ευρώπη έχασε σε μεγάλο βαθμό την ψηφιακή επανάσταση που δημιούργησε το Διαδίκτυο και τα κέρδη παραγωγικότητας που έφερε. Στην πραγματικότητα, το χάσμα παραγωγικότητας μεταξύ της ΕΕ και ΗΠΑ συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τον τεχνολογικό τομέα. Η ΕΕ είναι αδύναμη στις αναδυόμενες τεχνολογίες, που θα οδηγήσουν τη μελλοντική ανάπτυξη. Μόνο τέσσερις από τις 50 κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο είναι ευρωπαϊκές».
Υπογραμμίζει ότι για να επιτευχθούν οι στόχοι της ψηφιακής δεκαετίας 2030 της ΕΕ απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις σε ιδιωτικές υποδομές και εμπορικές πρωτοβουλίες. Τα δίκτυα οπτικών ινών που είναι κρίσιμης σημασίας για την παροχή συνδεσιμότητας gigabit φτάνουν μόνο στο 56% των νοικοκυριών στην Ευρώπη. Επιπλέον, το 50% των αγροτικών νοικοκυριών δεν εξυπηρετούνται από σύγχρονα δίκτυα πρόσβασης. Τα χάλκινα δίκτυα εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό, ενώ η πληθυσμιακή κάλυψη του 5G φτάνει στο 81, την ίδια στιγμή που στις ΗΠΑ και την Κίνα είναι πάνω από 95%.
Ανάγκη για άμεσες αλλαγές
Στις τηλεπικοινωνίες, οι επενδύσεις είναι σημαντικά χαμηλότερες από άλλες μεγάλες οικονομίες εξαιτίας της κατακερματισμένης αγοράς της Ευρώπης.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, υπάρχουν δεκάδες τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι για 450 εκατ. καταναλωτές, εν αντιθέσει με τους λιγοστούς ομολόγους τους σε ΗΠΑ και Κίνα, με αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές εταιρείες να μην διαθέτουν την απαιτούμενη κλίμακα για να μπορέσουν να τρέξουν με τις ίδιες ταχύτητες και αποτελεσματικότητα την ανάπτυξη των δικτύων νέας γενιάς.
Ειδικότερα, η ΕΕ έχει 34 παρόχους κινητής τηλεφωνίας και 351 εικονικούς φορείς (MVNOs) έναντι των αντίστοιχων 3 παρόχων και 70 στις ΗΠΑ ή των 4 παρόχων και 16 MVNOs στην Κίνα. Στα σταθερά δίκτυα οι τρεις κορυφαίοι πάροχοι κατέχουν το 35% της ευρωπαϊκής αγοράς ενώ αντίστοιχα στις ΗΠΑ το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 66% και στην Κίνα στο 95%. Οι χαμηλότερες τιμές στην Ευρώπη έχουν αναμφίβολα ωφελήσει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, αλλά με την πάροδο του χρόνου, έχουν επίσης μειώσει την κερδοφορία του κλάδου και, κατά συνέπεια, τα επίπεδα επενδύσεων στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της καινοτομίας των εταιρειών της ΕΕ σε νέες τεχνολογίες πέραν της βασικής συνδεσιμότητας.
Επισημαίνει ότι η διευκόλυνση των συγχωνεύσεων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών είναι απαραίτητη για την επίτευξη υψηλότερων ποσοστών επενδύσεων στη συνδεσιμότητα και τονίζει πως πρέπει να αλλάξει η στάση της ΕΕ με στόχο να υπάρξει μια ενιαία αγορά, χωρίς να θυσιαστεί η ευημερία των καταναλωτών και η ποιότητα των υπηρεσιών.
Για να ενθαρρυνθεί η ενοποίηση, η έκθεση συνιστά τον ορισμό των τηλεπικοινωνιακών αγορών σε επίπεδο ΕΕ και όχι σε εθνικό και την αύξηση της βαρύτητας των δεσμεύσεων για την καινοτομία και τις επενδύσεις στους κανόνες της ΕΕ για την εκκαθάριση των συγχωνεύσεων.
Προτείνεται επίσης η εναρμόνιση των κανόνων και των διαδικασιών αδειοδότησης ραδιοφάσματος σε επίπεδο ΕΕ και η ενοποίηση των χαρακτηριστικών για τις δημοπρασίες σε ευρωπαϊκό ώστε να δημιουργηθούν οικονομίες κλίμακος. Παράλληλα, για να διασφαλιστεί ότι οι οργανισμοί στην ΕΕ θα παραμείνουν στην πρώτη γραμμή των νέων τεχνολογικών εξελίξεων ο Μάριο Ντράγκι προτείνει τη σύσταση ενός ευρωπαϊκού φορέα με τη συμμετοχή του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα για την ανάπτυξη ενιαίων νέων τεχνικών προτύπων δικτύου, όπως συνέβη και με την περιαγωγή τη δεκαετία του 1990.
Επιπλέον για να αυξηθεί η ικανότητα των τηλεπικοινωνιακών παρόχων να επενδύουν σε νέες τεχνολογίες, ο Μάριο Ντράγκι προτείνει να υπάρξει επιμερισμός του βάρους των επενδύσεων μεταξύ των εταιρειών και των τεχνολογικών κολοσσών του διαδικτύου που χρησιμοποιούν μαζικά τα δίκτυα.
Οι λόγοι για την πίεση στην αγορά τηλεπικοινωνιών
Σύμφωνα με την έκθεση, η φθίνουσα κερδοφορία του τομέα των τηλεπικοινωνιών μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για τις βιομηχανικές εταιρείες στην Ευρώπη, σε μια φάση όπου απαιτείται υποδομή τελευταίας τεχνολογίας για την ψηφιοποίηση των αλυσίδων παραγωγής, εφοδιασμού και διανομής. Επισημαίνει πως η ευρυζωνική συνδεσιμότητα (οπτικές ίνες, 4G και 5G) ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και της παροχής υπηρεσιών,
Τέσσερις κύριοι παράγοντες επηρεάζουν αρνητικά τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών της ΕΕ
- Η κίνηση δεδομένων σταθερής και κινητής ευρυζωνικότητας έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, κατά περίπου 90% και 138% από το 2019 έως το 2022 αντίστοιχα - μια τάση που οφείλεται σε καταναλωτικές και επιχειρηματικές εφαρμογές. Τα τελευταία χρόνια, η απόδοση του κεφαλαίου ήταν χαμηλότερη από το μέσο σταθμικό κόστος κεφαλαίου, καθιστώντας προβληματική τη χρηματοδότηση των μελλοντικών επενδύσεων
- Οι δημοπρασίες φάσματος για την εκχώρηση συχνοτήτων κινητής τηλεφωνίας δεν έχουν εναρμονιστεί σε όλα τα κράτη μέλη και έχουν σχεδιαστεί αποκλειστικά για την επίτευξη υψηλών τιμών (για 3G, 4G και 5G) τα τελευταία 25 χρόνια, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επενδυτικές δεσμεύσεις, η ποιότητα των υπηρεσιών ή η καινοτομία.
- Οι καινοτόμες υπηρεσίες που παράγουν έσοδα (IoT, edge computing, εμπορευματοποίηση API) απαιτούν σχετικές προκαταρκτικές επενδύσεις από τους φορείς εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιών, οι οποίοι έχουν σήμερα περιορισμένη οικονομική ευελιξία να δεσμεύσουν περαιτέρω κεφάλαια για καινοτόμες πλατφόρμες.
- Καθώς η διαχείριση των δικτυακών υπηρεσιών γίνεται σταδιακά από λογισμικό και όχι από ειδικό τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό, οι προσφορές αυτόνομων επικοινωνιακών εφαρμογών που είναι ανεξάρτητες από τα δίκτυα οδηγούν σε περαιτέρω αποδιαμεσολάβηση των τηλεπικοινωνιακών φορέων και απειλούν την επιχειρηματική δραστηριότητα των παραδοσιακών παρόχων εξοπλισμού, που ιστορικά εδρεύουν στην Ευρώπη.