Η καθυστερημένη αντίδραση των φορολογικών αρχών στην απενεργοποίηση των ΑΦΜ όσων εμπλέκονται σε κυκλώματα «καρουζέλ», έχει ως αποτέλεσμα επιστροφές ΦΠΑ από την ΑΑΔΕ, επί ανύπαρκτων συναλλαγών.
Οι λάθος επιστροφές ΦΠΑ ευνοούνται και από τη σπουδή των φορολογικών αρχών να επιστρέφουν όσο γίνεται νωρίτερα τον φόρο, ώστε να ενισχύεται η υγιής επιχειρηματικότητα και να μην στερείται «κεφάλαιο κίνησης».
Όμως, τους δύο αυτούς παράγοντες εκμεταλλεύονται κυκλώματα, τα οποία στήνουν εικονικές εταιρείες και, εκμεταλλευόμενες κενά της νομοθεσίας, κατορθώνουν να εισπράξουν ΦΠΑ επί συναλλαγών που δεν πραγματοποιήθηκαν είτε εντός της χώρας είτε (κυρίως) σε ενδοκοινοτικές συναλλαγές.
Τα κυκλώματα αυτά στήνουν εταιρείες σε διάφορες χώρες της ΕΕ ή συνεργάζονται με υφιστάμενες και εμφανίζονται να προμηθεύονται η μία από την άλλη αγαθά ή υπηρεσίες, τα οποία εισάγονται χωρίς ΦΠΑ από προμηθευτή (την αποκαλούμενη εταιρεία-όχημα) σε άλλη χώρα της ΕΕ. Για τις συγκεκριμένες συναλλαγές, εμφανίζονται να καταβάλλουν και το αντίτιμο μέσω τραπεζικών λογαριασμών ώστε να φαίνονται όλα νόμιμα.
Μία από τις εταιρείες της αλυσίδας, συνήθως η εισάγουσα τα αγαθά, δεν καταβάλλει τον ΦΠΑ στο κράτος που υποχρεούται, παρότι τον χρεώνει στον επόμενο αγοραστή. Η εταιρεία αυτή συνήθως εξαφανίζεται χωρίς ίχνη αμέσως μετά τη συναλλαγή (εξαφανισμένος έμπορος). Με τη διαδικασία αυτή, η είσπραξη του φόρου είναι συνεπώς αδύνατη στη χώρα στην οποία καταναλώνονται τα αγαθά ή οι υπηρεσίες.
Η ζημιά για τον Κρατικό Προϋπολογισμό δεν συνίσταται μόνος τη μη απόδοση του ΦΠΑ, αλλά είναι διπλή. Οι άλλοι «αγοραστές» της αλυσίδας ζητούν να τους επιστραφεί ο ΦΠΑ από τον κρατικό προϋπολογισμό μετά τη μεταπώληση των αγαθών.
Λόγω της ταχύτητας με την οποία δρουν και της καθυστερημένης αντίδρασης των φορολογικών μηχανισμών, καταφέρνουν και να εισπράξουν επιστροφή ΦΠΑ για συναλλαγή η οποία είναι συνήθως ανύπαρκτη και στηρίζεται σε εικονικά τιμολόγια.
Αν μάλιστα πρόκειται για πραγματική συναλλαγή, και εφόσον δεν εντοπιστούν από τις φορολογικές αρχές, ο τελικός αγοραστής της αλυσίδας στην εγχώρια αγορά μεταπωλεί τα αγαθά στον πρώτο προμηθευτή, δηλαδή την εταιρεία που εισήγαγε τα αγαθά στη χώρα και εκκινεί εκ νέου τη διαδικασία. Η τελευταία αυτή συναλλαγή, όντας διασυνοριακή, απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ.
Πάγωσαν ΑΦΜ
Ήδη κατά το πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου οι Υπηρεσίες Ελέγχου και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων της ΑΑΔΕ, ολοκλήρωσαν 65 έρευνες για απάτες στον ΦΠΑ, βρήκαν παραβάσεις στις 55 περιπτώσεις και απενεργοποίησαν τους ΑΦΜ των εμπλεκόμενων. Εντυπωσιακή είναι η διαπίστωση, πως η παραβατικότητα στις συγκεκριμένες υποθέσεις έφτασε στο 85%.
Πρόκειται για κυκλώματα τύπου «καρουζέλ» και «εξαφανισμένων εμπόρων» τα οποία αποτελούν μάστιγα, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για όλες τις χώρες της ΕΕ, καθώς εκμεταλλεύονται το καθεστώς που ισχύει για τη διακίνηση των αγαθών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι ετήσιες απώλειες στον κοινοτικό προϋπολογισμό ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ (μόνο το 2020 λόγω πανδημίας έπεσαν κάτω από τα 100 δισ. ευρώ) , ενώ στην Ελλάδα οι δημοσιονομικές απώλειες (υπό κανονικές συνθήκες) υπερβαίνουν τα 5 δισ. ευρώ.
Αργεί η απενεργοποίηση των ΑΦΜ
Το μείζον πρόβλημα που εντοπίζουν οι εφοριακοί υπάλληλοι, καθώς και στελέχη των ιδιωτικών ελεγκτικών εταιρειών είναι η καθυστέρηση του παγώματος των ΑΦΜ των εμπλεκόμενων εταιρειών, πριν επιστραφεί ο ΦΠΑ σε εταιρεία, η οποία στη συνέχεια, αμέσως, εξαφανίζεται.
Ωστόσο, ακόμη και αν εντοπιστεί και τιμωρηθεί ο Χ φορολογούμενος για εμπλοκή σε κυκλώματα έκδοσης και λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων και του απενεργοποιηθεί ο ΑΦΜ , δεν εμποδίζεται από τη νομοθεσία, ακόμα και αν είναι υπότροπος, να ιδρύει ή να συμμετέχει (ειδικά ως νόμιμος εκπρόσωπος) σε νέα νομικά πρόσωπα.
Όπως σημειώνει η «Συνεργασία Ανεξάρτητων Σχημάτων Εφοριακών», παρατηρούνται στην αγορά «εκτεταμένα» κυκλώματα έκδοσης και λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων, τα οποία αποσκοπούν όχι μόνο στη μείωση της φορολογητέας ύλης πραγματικών επιχειρήσεων, αλλά και στην λήψη παράνομων επιστροφών Φ.Π.Α., μέσω εικονικών νομικών προσώπων χωρίς πραγματική εγκατάσταση, που υποκρυπτόμενος είναι το ίδιο φυσικό πρόσωπο.
Στήσιμο «καρουζέλ» σε τρία στάδια
Συνήθως, η απάτη τύπου καρουζέλ στήνεται σε τρία στάδια:
- Η «Εταιρεία Α», που βρίσκεται στο «Κράτος Μέλος 1» πωλεί αγαθά στην «Εταιρεία Β» στο «Κράτος Μέλος 2». Η «Εταιρεία Α» δεν επιβάλλει ΦΠΑ επί της συναλλαγής εφόσον είναι η «Εταιρεία Β» που έχει την υποχρέωση καταβολής του ΦΠΑ μέσω της μεθόδου της διπλής καταχώρησης. Αυτό σημαίνει πως η «Εταιρεία Β» χρεώνει τον εαυτό της ΦΠΑ και την ίδια στιγμή διεκδικεί αυτόν τον ΦΠΑ, με αποτέλεσμα να μην έχει να καταβάλει φόρο στο Τμήμα Φορολογίας του «Κράτους Μέλους 2». Αυτές οι συναλλαγές, όμως, δηλώνονται στο σύστημα VIES, ένα ηλεκτρονικό σύστημα στο οποίο οι επιχειρήσεις καταχωρούν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές τους, προϊόντων και υπηρεσιών.
- Όταν η «Εταιρεία Β», που απέκτησε τα αγαθά χωρίς να καταβάλλει ΦΠΑ, προχωρήσει σε πώληση των αγαθών στην «Εταιρεία Γ», αξίας π.χ. 1.000.000 ευρώ, εντός του «Κράτους Μέλους 2», η πράξη θα περιλαμβάνει ΦΠΑ του «Κράτους Μέλους 2», ενδεικτικά 24%, εφόσον αποτελεί εγχώρια παράδοση αγαθών. Κανονικά, η «Εταιρεία Β» θα είναι υποχρεωμένη να δηλώσει και να καταβάλει τον ΦΠΑ που εισέπραξε, δηλαδή 240.000 ευρώ, στη φορολογική αρχή. Η «Εταιρεία Β», όμως, αποτελεί τον λεγόμενο «εξαφανισμένο έμπορο» και δεν θα καταβάλει τελικά οποιονδήποτε ΦΠΑ εισέπραξε από την «Εταιρεία Γ».
- Οι συναλλαγές συνεχίζονται με πωλήσεις εντός του «Κράτους Μέλους 2», από την «Εταιρεία Γ» στην «Εταιρεία Δ», η οποία μεταπωλεί στην «Εταιρεία Ε». Οι έμποροι, μετά την «Εταιρεία Β», οι αποκαλούμενοι «απομονωτές», έχουν επιβάλει, εισπράξει και αποδώσει κανονικά στις αρχές τον ΦΠΑ. Η «Εταιρεία Ε» πωλεί τα ίδια αγαθά πίσω στην «Εταιρεία Α» στο «Κράτος Μέλος 1», όπου πάλι δεν επιβάλλεται ΦΠΑ εφόσον εφαρμόζεται η διπλή καταχώρηση από την «Εταιρεία Α». Ακόμη, οι εμπλεκόμενοι ρυθμίζουν τις τιμές πώλησης μεταξύ των διαφόρων εταιρειών με τέτοιο τρόπο που η συναλλαγή να είναι κερδοφόρα, για τις εταιρείες που συμμετέχουν χωρίς να έχουν πρόθεση διάπραξης φοροδιαφυγής και δίχως να γνωρίζουν (κάποιες εξ αυτών) ότι αποτελούν μέρη της απάτης.
Στο ανωτέρω παράδειγμα, παρατηρείται ότι το «Κράτος Μέλος 2» χάνει 240.000 ευρώ, τα οποία δεν εισέπραξε από την «Εταιρεία Β», αλλά που υποχρεούται να τα επιστρέψει στην «Εταιρεία Γ» εφόσον η εταιρεία αυτή έχει το δικαίωμα έκπτωσης.
Το γεγονός πως η «Εταιρεία Β» δεν έχει αποδώσει τον ΦΠΑ στη φορολογική αρχή δεν αφαιρεί το δικαίωμα της «Εταιρείας Γ» να διεκδικήσει τον ΦΠΑ που πλήρωσε σε αυτήν, αρκεί φυσικά να μην τεκμηριώνεται πως εις γνώσει της συμμετείχε στην απάτη. Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα σε ένα βραχύ διάστημα. Όταν η φορολογική αρχή αναζητήσει την «Εταιρεία Β», η πιθανότατα είναι πως δεν θα βρει τίποτα (εξαφανισμένος έμπορος).
Τέλος, το «γαϊτανάκι» της διακίνησης αγαθών, μπορεί να επαναληφθεί πολλές φορές, με τα ίδια αγαθά, και με τους εμπλεκόμενους να αποκομίζουν ΦΠΑ αξίας εκατομμυρίων ευρώ.