Αύξηση της τάξεως του 20% εκτιμάται ότι καταγράφηκε στους τζίρους των αλυσίδων σούπερ μάρκετ το πρώτο διήμερο της εβδομάδας, ελέω της ανησυχίας εξάπλωσης του κοροναϊού στην χώρα μας, ενώ η χθεσινή επιβεβαίωση του πρώτου κρούσματος στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε κατακόρυφη άνοδο της κατανάλωσης κυρίως στην Βόρεια Ελλάδα.
Η έλλειψη ψυχραιμίας, ο φόβος και η ανασφάλεια είναι κακοί σύμβουλοι για τους καταναλωτές που σπεύδουν να προμηθευτούν είδη όπως το αλεύρι, η ζάχαρη, μακαρόνια καθώς και λοιπά προϊόντα με υψηλή διατηρησιμότητα, τα οποία ήδη έχουν αρχίσει να «εξαφανίζονται» από τα ράφια της συμπρωτεύουσας.
Από πλευράς αλυσίδων σημειώνεται ότι «πρέπει να επικρατήσει ψυχραιμία», με στελέχη του κλάδου να επισημαίνουν ότι «δεν τίθεται θέμα επάρκειας αγαθών» και πως «σε κάθε περίπτωση οι λιανέμποροι βρίσκονται σε εγρήγορση ώστε να μην καταγραφούν εικόνες ελλείψεων στην αγορά».
Αντίστοιχα, ψύχραιμα αντιμετωπίζουν την κατάσταση και οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας, οι οποίοι αναφέρουν ότι «όλες οι επιχειρήσεις τροφίμων έχουν κάποιας μορφής απόθεμα πρώτων υλών, το οποίο δύναται να εξασφαλίσει επαρκή χρόνο λειτουργίας των μονάδων παραγωγής ακόμα και σε περίπτωση που υπάρξει περιορισμός στις εισαγωγές πρώτων υλών. Δεν θα πρέπει να επικρατεί πανικός».
Σε επίπεδο εξαγωγών και δη των νωπών και ευαλοίωτων προϊόντων, όπως φρούτα και λαχανικά, επί ευρωπαϊκού εδάφους, μέχρι στιγμής, διατηρείται μια ομαλότητα. Σύμφωνα με εξαγωγείς καταγράφονται μικρές «ταλαιπωρίες» σε επίπεδο μεταφοράς σε ορισμένες αγορές που έχουν απαγορεύσει την διακίνηση φορτίων μέσω της Ιταλίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκτόξευση των πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ δεν είναι ευπρόσδεκτη από τις αλυσίδες. Όπως συνέβη και στην περίοδο του καλοκαιριού του 2015, με το δημοψήφισμα του Ιουλίου και την επιβολή των capital controls, η έντονη κινητικότητα που καταγράφηκε στα βασικά είδη του σούπερ μάρκετ αποτέλεσε ένα «πυροτέχνημα» καθώς ακολούθησε μια εξίσου δυνατή «βουτιά» στις πωλήσεις.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι την εν λόγω περίοδο η «έφοδος» στα σούπερ μάρκετ, η οποία επί της ουσίας μεταφράζεται σε στοκάρισμα των καταναλωτών προϊόντων υψηλής διατηρησιμότητας, «κόστισε» ακριβά στο κλάδο, καθώς οι τέσσερις βδομάδες που ακολούθησαν ήταν αρνητικές και μάλιστα με υψηλά ποσοστά πτώσης από 6,5% έως 10,8%.