Συγκρατημένες θα παραμείνουν οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους για την Ελλάδα αλλά και την Πορτογαλία έως και το 2026, όπως εκτιμά ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s σε έκθεσή του.
Αιτία γι’ αυτήν την πορεία το γεγονός ότι το χρέος των δύο χωρών είναι αρκετά χαμηλού κόστους, λόγω δανεισμού από άλλες κυβερνήσεις (περίπου 20% για Πορτογαλία και 75% για την Ελλάδα) και την αναμενόμενη μείωση του δημόσιου χρέους ως μερίδιο του ΑΕΠ (το επιτόκιο μειώνεται μηχανικά από τη μείωση του ανεξόφλητου χρέους).
Η Ελλάδα, μάλιστα, θα επωφεληθεί επίσης από την πολύ μεγάλη μέση διάρκεια λήξης περίπου 20 ετών, η οποία παρατείνει το χρόνο πριν οι υψηλότερες αποδόσεις (λόγω επιτοκίων της ΕΚΤ) μετακυλιστούν σε πληρωμές τόκων.
Σύμφωνα με τους αναλυτές του οίκου η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Κύπρος έχουν ήδη φέρει το προηγουμένως αυξημένο χρέος/ΑΕΠ κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα (162% για την Ελλάδα το 2023, 105% για την Πορτογαλία και 79% για την Κύπρο). Αυτή η απόδοση ήταν αποτέλεσμα ισχυρής δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Η Κύπρος σημείωσε δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2022, η Πορτογαλία το 2023, ενώ η Ελλάδα επέστρεψε σε πρωτογενές πλεόνασμα ισοζυγίου το 2022. Επιπλέον, η πρόοδος υποστηρίχθηκε από τη συγκρατημένη απάντηση της «τριάδας» στους πληθωριστικούς κραδασμούς, τις ανθεκτικές οικονομίες που οδηγούνται από τον τουρισμό και τη σημαντική ώθηση κρατικά έσοδα από πληθωρισμό πολύ υψηλότερο από τον προϋπολογισμό.
Ο οίκος αναμένει ότι οι τρεις χώρες θα παρουσιάσουν πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα που θα υπερβαίνουν το 2% του ΑΕΠ το 2024. Ωστόσο, δεδομένης της ήδη σημαντικής δημοσιονομικής τους εξυγίανσης μετά την πανδημία, οι πρόσθετες δημοσιονομικές βελτιώσεις είναι πιθανό να είναι λιγότερο ουσιαστικές κατά την περίοδο 2025-2026. Παρόλα αυτά, περαιτέρω βελτίωση στα δημόσια οικονομικά των χωρών αυτών θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναβαθμίσεις της αξιολόγησής τους.