Ανθεκτικό αλλά και αντιμέτωπο με ορισμένες σημαντικές προκλήσεις είναι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όπως σημειώνει στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ οι προοπτικές των τραπεζών επισκιάζονται από σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με τον αντίκτυπο της συνεχιζόμενης σύσφιξης των χρηματοπιστωτικών όρων και της επιβράδυνσης της ανάπτυξης, γεγονός που απαιτεί στενή παρακολούθηση των πιστωτικών κινδύνων και των επιτοκίων και τη δημιουργία περαιτέρω αποθεμάτων ασφαλείας για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Η ποιότητα του ενεργητικού έχει βελτιωθεί με εντυπωσιακή μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τα τελευταία χρόνια, αν και η διαδικασία έχει πρόσφατα «παγώσει» και ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων εξακολουθεί να παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η κερδοφορία έχει ανακάμψει επωφελούμενη από τη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού και τη διεύρυνση των περιθωρίων δανεισμού, σε συνδυασμό με τις εκδόσεις κεφαλαιακών μέσων, ενισχύοντας το κεφάλαιο, αν και η ποιότητά του έχει βελτιωθεί μόνο σταδιακά λόγω του ακόμη μεγάλου μεριδίου των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων.
Παρά τη συνεχιζόμενη απόσυρση της πολιτικής στήριξης από την ΕΚΤ και την παγκόσμια τραπεζική πίεση στις αρχές του 2023, οι συνθήκες ρευστότητας και χρηματοδότησης συνέχισαν να βελτιώνονται βοηθούμενες από την ισχυρή αύξηση των καταθέσεων και την ομαλοποιημένη πρόσβαση της αγοράς σε μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση.
Τα ανοίγματα σε κρατικό χρέος συνέχισαν να αυξάνονται, αλλά η εξάρτηση από το χρηματοδοτούμενο από τον δημόσιο τομέα δίχτυ ασφαλείας έχει αρχίσει να μειώνεται.
Για να προετοιμαστεί ο διαρθρωτικός μετασχηματισμός του χρηματοπιστωτικού τομέα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, τα επιχειρηματικά μοντέλα πρέπει να προσαρμοστούν ώστε να εξασφαλιστούν βιώσιμα κέρδη, ενώ η συνολική διαχείριση των κινδύνων, μεταξύ άλλων για τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα, πρέπει να αναβαθμιστεί. Επιπλέον, τα υφιστάμενα τρωτά σημεία και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τις μεγαλύτερες μη συστημικές τράπεζες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα.
Το ταμείο τονίζει ότι υπάρχουν οι εξής θετικές εξελίξεις για τις τράπεζες:
- Μείωση NPLs: Μετά την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2022, η διαδικασία σταμάτησε το 2023. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων των σημαντικών ιδρυμάτων (SI) μειώθηκε περαιτέρω από 7% στο τέλος του 2021 σε 5% στο τέλος του 2022, κυρίως λόγω των τιτλοποιήσεων και των πωλήσεων χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων που υποστηρίχθηκαν από το Hellenic Asset Protection Scheme (HAPS), το οποίο έληξε τον Οκτώβριο του 2022. Έκτοτε, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων σταθεροποιήθηκε το 2023 με την περιορισμένη συμβολή των ρευστοποιήσεων εξασφαλίσεων, των διαγραφών και των εισπράξεων εν μέσω της αργής προόδου στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής του νέου νόμου περί αφερεγγυότητας και της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος.
- Αποδοτικότητα: Η κερδοφορία έχει ανακάμψει έντονα, επωφελούμενη από τη διεύρυνση των περιθωρίων δανεισμού και τη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού. Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoE) αυξήθηκε απότομα από βαθιά αρνητικό έδαφος το 2021 σε 18% το 2022 και 13% το 2023Q2, κυρίως λόγω της αύξησης των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων που διαμορφώθηκε από την υψηλότερη τιμολόγηση των δανείων και το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης που συνδέεται με τις καταθέσεις, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της ΕΕ του 11% RoE που καταγράφηκε κατά την περίοδο αυτή. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα περιθώρια δανεισμού στην ΕΕ, με υψηλό ποσοστό δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου, ιδίως για τις επιχειρήσεις.
- Κεφαλαιακή επάρκεια: Με την επιστροφή σε υψηλή κερδοφορία και τις συνεχείς εκδόσεις κεφαλαιακών μέσων, η κεφαλαιακή επάρκεια έχει βελτιωθεί, αν και η ποιότητά της παραμένει ανησυχητική. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας για τα συστημικά ιδρύματα έχουν βελτιωθεί σημαντικά το 2022 και το α’ εξάμηνο του 2023 -για παράδειγμα, ο δείκτης CET 1 στο 14%- λόγω της ισχυρής ανάκαμψης της κερδοφορίας που ενισχύει τα κέρδη εις νέον.
- Ρευστότητα και χρηματοδότηση: Παρά τις αντιξοότητες, οι συνθήκες ρευστότητας και χρηματοδότησης συνέχισαν να βελτιώνονται. Παρά το παγκόσμιο τραπεζικό στρες στις αρχές του 2023, οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων συνέχισαν να αυξάνονται λόγω της εύρωστης οικονομικής ανάπτυξης και της ανάκαμψης της εμπιστοσύνης των καταθετών. Οι τράπεζες προέβησαν σε αποπληρωμές TLTROIII ύψους περίπου 30 δισ. ευρώ. Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας βελτιώθηκε σημαντικά πάνω από τις κανονιστικές απαιτήσεις, φθάνοντας το 210% το β’ τρίμηνο του 2023 και ξεπερνώντας τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 160%.
Οι βασικοί κίνδυνοι
Εξετάζοντας την πορεία των ελληνικών τραπεζών βάσει του αρνητικού σεναρίου που περιλαμβάνεται στην έκθεσή του Financial Stability Review. Βάσει αυτού ο πληθωρισμός είναι πιο επίμονος, ο οποίος εξουδετερώνεται από ισχυρότερη νομισματική σύσφιξη και οδηγεί σε ύφεση. Λόγω της ύφεσης και της υψηλότερης ανεργίας, το δυσμενές σενάριο παρουσιάζει υψηλότερες προβλέψεις για ζημίες από δάνεια σε σύγκριση με το βασικό σενάριο, γεγονός που θα συγκρατούσε τις βελτιώσεις στα έσοδα από τόκους των εξυπηρετούμενων δανείων που επωφελούνται από τα υψηλότερα επιτόκια, με αποτέλεσμα την εξάντληση του κεφαλαίου.
Στους βασικούς, λοιπόν, κινδύνους περιλαμβάνονται:
- Έκθεση σε κρατικά ομόλογα: Τα κρατικά ανοίγματα των τραπεζών έχουν αυξηθεί περαιτέρω, αλλά η εξάρτησή τους από το δίχτυ ασφαλείας του δημόσιου τομέα έχει αρχίσει να μειώνεται. Οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να αυξάνουν τις τοποθετήσεις τους σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, ως ποσοστό του ενεργητικού καθώς και τα συνολικά ανοίγματά τους σε κυβερνήσεις μεταξύ του τέλους του 2022 και του β’ τριμήνου του 2023. Ενώ η αυξημένη έκθεση μπορεί να προσφέρει σημαντική ανακούφιση στις κυβερνήσεις σε περιόδους πίεσης, μπορεί επίσης να καταστήσει τους τραπεζικούς ισολογισμούς ευαίσθητους στις διακυμάνσεις του κρατικού κινδύνου, οδηγώντας δυνητικά σε μείωση της τραπεζικής πίστωσης και της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και στην ενίσχυση του αρχικού σοκ.
- Επιχειρηματικά μοντέλα: Η στρατηγική προσαρμογή των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης υγιών και διαφοροποιημένων παραγόντων κερδοφορίας, είναι απαραίτητη για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τραπεζικού τομέα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι ελληνικές τράπεζες στήριζαν την κερδοφορία τους στις παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητες, όπως η χορήγηση δανείων και η αποδοχή καταθέσεων, με αποτέλεσμα το καθαρό εισόδημα από τόκους. Οι τράπεζες σταδιακά διαφοροποιούν τις δραστηριότητές τους για να παράγουν περισσότερες αμοιβές και προμήθειες. Η πανδημία επηρέασε σημαντικά τη συμπεριφορά και τις ανάγκες των τραπεζικών πελατών, όπως φαίνεται από την εντονότερη χρήση ψηφιοποιημένων και εξ αποστάσεως χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών. Η επιταχυνόμενη καινοτομία για πιο βολικά και φθηνότερα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και υπηρεσίες μπορεί να θέσει διάφορες στρατηγικές, επιχειρηματικές και τεχνικές προκλήσεις στις τράπεζες για να επιτύχουν τη διαρθρωτική προσαρμογή των επιχειρηματικών τους μοντέλων ώστε να ανταποκρίνονται στις εξελισσόμενες ανάγκες των πελατών.
- Χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι: Η διαχείριση και η εποπτεία των χρηματοοικονομικών κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα θα πρέπει να ενισχυθούν με βάση μια επικαιροποιημένη εκτίμηση κινδύνου των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στον χρηματοοικονομικό τομέα. Δεδομένου ότι η κλιματική αλλαγή βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, η ΕΒΑ εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την περιβαλλοντική, κοινωνική και διακυβέρνηση (ESG), ενώ η ΕΚΤ ανέπτυξε την εποπτική εποπτεία των χρηματοοικονομικών κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα. Σε επίπεδο χώρας, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να αντιμετωπίσει θέματα κλιματικής αλλαγής και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) ενισχύει ενεργά την εποπτεία των κινδύνων για τον χρηματοπιστωτικό τομέα που αφορούν την κλιματική αλλαγή. Η ΤτΕ θα πρέπει να προβεί σε επικαιροποιημένη αξιολόγηση της έκθεσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε χρηματοοικονομικούς κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα, τόσο φυσικούς όσο και μεταβατικούς κινδύνους.
- Μη συστημικές τράπεζες: Αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 5% των συνολικών δανείων και καταθέσεων του τραπεζικού τομέα, αλλά ορισμένες εξ αυτών αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα εδώ και πολλά χρόνια, τα οποία προκύπτουν από υψηλά ποσά μη εξυπηρετούμενων δανείων και επακόλουθες ανησυχίες για την κεφαλαιακή επάρκεια και την κερδοφορία. Οι τράπεζες αυτής της κατηγορίας που τελούν υπό την εποπτεία της ΤτΕ αναδιαρθρώνονται για να απαλλαγούν από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και να αποκαταστήσουν τα κεφάλαιά τους με τη στήριξη των επενδυτών. Οι αρχές θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο εντατικοποίησης της διορθωτικής εποπτικής δράσης και/ή της αναδιάρθρωσης των τραπεζών για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των τρεχόντων ζητημάτων κινδύνου και την αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας των ασθενέστερων το συντομότερο δυνατό, προκειμένου να αποφευχθεί κάθε πιθανός κίνδυνος παράπλευρων απωλειών και φήμης για τις μεγαλύτερες τράπεζες.
- Επιδόσεις των servicers: Οι επιδόσεις ανάκτησης των προβληματικών δανείων από τους πιστωτικούς φορείς εξυπηρέτησης είναι κατώτερες των προσδοκιών, αλλά οι τράπεζες δεν αντιμετωπίζουν βραχυπρόθεσμο κίνδυνο πρόσθετων ζημιών από τα πρώην μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι αρχές παρακολουθούν στενά τις επιδόσεις των φορέων διαχείρισης πιστώσεων που είναι επιφορτισμένοι με την ανάκτηση πρώην μη εξυπηρετούμενων δανείων που διαγράφηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών μέσω του συστήματος HAPS (σ.σ. Ηρακλής). Παρόλο που η ανάκτηση προβληματικών χρεών δεν έχει επιτύχει τις καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τα αρχικά επιχειρηματικά σχέδια, εν μέρει λόγω της χαμηλότερης από την αναμενόμενη είσπραξης για περιορισμένο αριθμό σημαντικών συναλλαγών, οι αρχές εκτιμούν ότι ο κίνδυνος να υποστούν οι τράπεζες ζημίες από τα senior notes τους και να ενεργοποιηθούν οι κρατικές εγγυήσεις είναι χαμηλός βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά οι δείκτες έγκαιρης προειδοποίησης για υποαπόδοση των φορέων εξυπηρέτησης πιστώσεων και οι αρχές θα πρέπει να αποφασίζουν διορθωτικά μέτρα, εφόσον απαιτείται.