«Η εξέλιξη των τιμών είναι όλο και πιο ήπια», επισημαίνει πηγή του λιανεμπορίου με γνώση των τιμοκαταλόγων που υποβάλουν οι προμηθευτικές εταιρείες προς τις αλυσίδες των σούπερ μάρκετ και αφορούν στο 2024. Αυτή η αναφορά επιβεβαιώνει πρόσφατη επισήμανση του BD, σύμφωνα με την οποία αναμένεται εντυπωσιακή αποκλιμάκωση, στο πρώτο τρίμηνο του νέου χρόνου, του «πληθωρισμού των τροφίμων».
Όμως αυτή η εξέλιξη δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει και μείωση των τιμών. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι ενώ η μείωση του πληθωρισμού θα είναι σημαντική, οι τιμές θα παραμείνουν στα επίπεδα που διαμορφώθηκαν στη διάρκεια των δύο τελευταίων χρόνων, πιέζοντας έτσι το διαθέσιμο καταναλωτικό εισόδημα.
Η μείωση του πληθωρισμού είναι αναμενόμενη, εκτός απροόπτου φυσικά. Και το απρόοπτο φαίνεται να προκύπτει από την παράκαμψη των εμπορικών πλοίων της Διώρυγας του Σουέζ – βέβαια όλοι οι παράγοντες της αγοράς ελπίζουν να μην υπάρξει συνέχεια, αν και κανείς δεν είναι βέβαιος γι΄ αυτό. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το κλείσιμο της Διώρυγας του Σουέζ πλήττεται κυρίως το λιμάνι του Πειραιά, το μεγαλύτερο της Μεσογείου, στο οποίο καταλήγουν 50.000 κοντέινερ την εβδομάδα. Ως εκ τούτου ο κίνδυνος για την αναζωπύρωση του πληθωρισμού είναι εμφανής.
Εν τω μεταξύ η χριστουγεννιάτικη αγορά εξελίχθηκε μάλλον ικανοποιητικά. Όπως επισήμανε σε δήλωση του ο κ. Βασίλης Κορκίδης, πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά και του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής, «οι έμποροι της λιανικής προσδοκούν ότι η αγοραστική κίνηση, που καταγράφηκε την προηγούμενη εβδομάδα των Χριστουγέννων, θα συνεχιστεί και την τελευταία εβδομάδα της χρονιάς, έστω και με μικρότερη ένταση, ώστε να κλείσουν ικανοποιητικά το ταμείο του 2023».
Ο ίδιος εκτιμά ότι η πρόβλεψη για τον τζίρο του λιανεμπορίου τον Δεκέμβριο να ξεπεράσει φέτος τα 3,83 δισ. ευρώ που ήταν πέρυσι και να κινηθεί πάνω από τα 4 δισ. ευρώ. Αναφορικά με το 2023, προβλέπει πως το λιανεµπόριο θα παρουσιάσει µονοψήφια αύξηση, που μάλιστα σε µεγάλο βαθµό είναι πληθωριστική και δεν συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση της πραγµατικής κατανάλωσης.
Μάλιστα με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ «κερδισµένες είναι οι µεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου έναντι των μικρότερων, µε την πληθωριστική κρίση να προκαλεί στην πραγµατικότητα διεύρυνση του χάσµατος µεταξύ τους, δεδομένου ότι οι “μεγάλοι” μπορούν να ασκήσουν πιο εκτεταμένη πολιτική προσφορών. Συγκεκριμένα, ο τζίρος των πολύ μικρών εμπορικών επιχειρήσεων ανά τρίμηνο αυξάνεται στα επίπεδα του 2%, ενώ των μεσαίων άνω του 4%».