Την επιλογή να πουν «όχι» στη φορολόγηση με τεκμαρτό εισόδημα δίνει πλέον το υπουργείο Οικονομικών στους αυτοαπασχολούμενους, όμως, στην πραγματικότητα, όσοι αποφασίσουν να δώσουν τη μάχη κατά των τεκμηρίων θα βρεθούν μπροστά σε μια διαδικασία φορολογικού ελέγχου με όλες τις παγίδες που μπορεί να κρύβει, όχι μόνο για τους φοροφυγάδες, αλλά ακόμη και για γενικά συνεπείς φορολογούμενους, που μπορεί να έχουν υποπέσει σε μικρά σφάλματα στη φορολογική τους δήλωση.
Στο φορολογικό νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή, υπάρχει μια σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με το αρχικό κείμενο που δόθηκε σε διαβούλευση: τύποις, το αντικειμενικό σύστημα φορολόγησης των επαγγελματιών γίνεται προαιρετικό. Όταν, δηλαδή, έλθει η ώρα να υποβάλλουν οι επαγγελματίες τις δηλώσεις τους για τα εισοδήματα του 2023, θα μπορούν με ένα «κλικ» στην ηλεκτρονική φόρμα να επιλέξουν αν θα φορολογηθούν με την τεκμαρτή μέθοδο προσδιορισμού των ελάχιστων εισοδημάτων τους, ή αν προτιμούν να φορολογηθούν με βάση όσα οι ίδιοι έχουν δηλώσει στην εφορία.
Όπως ανακοίνωσε το υπουργείο, «εισάγεται στο σχέδιο νόμου, προς άρση αμφισβητήσεων, ρητή πρόβλεψη ότι ο ελεύθερος επαγγελματίας μπορεί να αμφισβητήσει το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του τεκμηρίου της ελάχιστης αμοιβής πέραν από τους λόγους που ισχύουν ήδη και που καθιστούν το τεκμήριο μαχητό (ασθένεια, ανωτέρα βία, κλπ). Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να ζητήσει την διενέργεια ελέγχου από τις φορολογικές αρχές, προκειμένου να αποδειχθεί η ακρίβεια της δήλωσής του για εισόδημα μικρότερο του τεκμαρτού».
Η σχετική προτεινόμενη διάταξη, όπως έχει διατυπωθεί στο κείμενο του νομοσχεδίου, αναφέρει ότι: «Αν ο υπόχρεος αμφισβητεί το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του παρόντος για λόγους πέρα από τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παρ. 3, ζητεί τη διενέργεια ελέγχου του άρθρου 23 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 4987/2022 Α΄ 206) για να αποδειχθεί η ακρίβεια της δήλωσής του για εισόδημα μικρότερο του τεκμαρτού».
Όπως επισημαίνουν λογιστές, όσοι επιλέξουν αυτή την οδό θα πρέπει να γνωρίζουν ότι μπαίνουν σε μια διαδικασία υψηλού ρίσκου, την οποία προβλέπει το άρθρο 23 του ΚΦΔ, καθώς οι φορολογικές αρχές θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα με τα οποία τις οπλίζει ο νομοθέτης για να «κυνηγούν» κρυμμένα εισοδήματα. Το άρθρο 23 που μνημονεύεται στο νομοσχέδιο έχει θέμα τις «Εξουσίες της Φορολογικής Διοίκησης» και, μεταξύ άλλων, προβλέπει ότι:
- Η Φορολογική Διοίκηση έχει την εξουσία να επαληθεύει, να ελέγχει και να διασταυρώνει την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων εκ μέρους του φορολογούμενου, την ακρίβεια των φορολογικών δηλώσεων που υποβάλλονται σε αυτήν και να επιβεβαιώνει τον υπολογισμό και την καταβολή του οφειλόμενου φόρου, διενεργώντας έλεγχο σε έγγραφα, λογιστικά αρχεία (βιβλία και στοιχεία) και στοιχεία γνωστοποιήσεων και παρόμοιες πληροφορίες, θέτοντας ερωτήσεις στον φορολογούμενο και σε τρίτα πρόσωπα, ερευνώντας εγκαταστάσεις και μέσα μεταφοράς που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διαδικασίες και χρησιμοποιώντας μεθόδους που προβλέπονται στον Κώδικα.
- Ο έλεγχος που διενεργείται από τη Φορολογική Διοίκηση, σύμφωνα με την παρ. 1, είναι δυνατόν να έχει τη μορφή φορολογικού ελέγχου από τα γραφεία της Φορολογικής Διοίκησης ή επιτόπιου φορολογικού ελέγχου.
Με αυτά τα δεδομένα, λογιστές εκτιμούν ότι, μπροστά στο αβέβαιο αποτέλεσμα ενός φορολογικού ελέγχου, η προτιμότερη επιλογή για τους περισσότερους επαγγελματίες θα είναι να φορολογηθούν με βάση τα τεκμαρτά προσδιορισμένα εισοδήματα, που, αν μη τι άλλο, θα παρέχουν μια βεβαιότητα για το τελικό φορολογικό αποτέλεσμα. Αρκετοί, μάλιστα, συγκρίνουν το νέο καθεστώς με αυτό της περαίωσης που ίσχυε στο παρελθόν, με το οποίο δινόταν η δυνατότητα να κλείνει ένας φορολογούμενος οριστικά ανέλεγκτες χρήσεις με την καταβολή ενός ποσού. Όπως έλεγε χθες χαρακτηριστικά (στον ΣΚΑΪ) ο υπουργός Επικρατείας, Μάκης Βορίδης, μιλώντας περισσότερο με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία δικηγόρου παρά του υπουργού, «έχω εμπειρία περαίωσης, όλοι πηγαίναμε στην περαίωση και εκτιμώ ότι το ίδιο θα γίνει και τώρα».
Τα δύο... γλυκαντικά στο νομοσχέδιο
Για να περιορίσει τις αντιδράσεις, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ενσωμάτωσε δύο «γλυκαντικά» στο τελικό κείμενο του νομοσχεδίου, τη μείωση του τέλους επιτηδεύματος για όλους και το «ψαλίδισμα» των προσαυξήσεων εισοδήματος με βάση τον τζίρο. Πάντως, το τελικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα δεν αλλάζει πολύ: ενώ αρχικά υπολογιζόταν ότι ο συνδυασμός μείωσης τέλους επιτηδεύματος και τεκμαρτού συστήματος φορολόγησης θα έφερνε πρόσθετα έσοδα της τάξεως των 600 εκατ. ευρώ, πλέον εκτιμάται από το Γενικό Λογιστήριο ότι θα φέρει 552 εκατ. (716 εκατ. πρόσθετα έσοδα από τα αντικειμενικά κριτήρια, απώλεια 164 εκατ. από τη μείωση του τέλους επιτηδεύματος).
Ειδικότερα,
- Για το τέλος επιτηδεύματος, προβλέπεται μείωση κατά 50% για όλους τους επαγγελματίες, ενώ αρχικά αυτή η ελάφρυνση προβλεπόταν μόνο για όσους δήλωναν εισοδήματα μεγαλύτερα από τα τεκμαρτά και για τους υπόλοιπους περιοριζόταν στο 25%.
- Σχετικά με την προσαύξηση του τεκμαρτού εισοδήματος με βάση τον τζίρο, προβλέπεται ουσιαστική μείωση, που θα ευνοήσει όσους έχουν τζίρο πάνω από τον μέσο όρο των επαγγελματιών της κατηγορίας τους (με βάση τον Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητας). Το ύψος του τεκμηρίου της ελάχιστης αμοιβής για τους ελεύθερους επαγγελματίες προσαυξάνεται ανάλογα με τα χρόνια της επαγγελματικής δραστηριότητας, το σύνολο της μισθοδοσίας και το ύψος του τζίρου της επιχείρησης. Για το ύψος του τζίρου, σύμφωνα με την τελική ρύθμιση, η προσαύξηση ανέρχεται στο 5% επί του ποσού, κατά το οποίο ο κύκλος εργασιών του υπόχρεου υπερβαίνει τον μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών του Κ.Α.Δ. στον οποίο ο υπόχρεος πραγματοποιεί τα υψηλότερα έσοδα. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει το υπουργείο, ελεύθερος επαγγελματίας με ετήσιο τζίρο 35.000 ευρώ υπερβαίνει τον μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών του ΚΑΔ όπου πραγματοποιεί τα υψηλότερα έσοδα κατά 10.000 ευρώ (ετήσιος τζίρος 35.000 ευρώ – μέσος ετήσιος κύκλος εργασιών ΚΑΔ 25.000 ευρώ = 10.000 ευρώ). Επομένως, η προσαύξηση 5% θα εφαρμοστεί επί του ποσού των 10.000 ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι στην αρχική μορφή της ρύθμισης οι προσαυξήσεις ήταν... ανελέητες, καθώς προβλεπόταν προσαύξηση 35% όταν θα υπήρχε υπέρβαση του μέσου τζίρου του Κ.Α.Δ., 70% όταν το ποσοστό της υπέρβασης ήταν 150% και 100%, όταν η υπέρβαση είχαν περισσότερο από διπλάσιο τζίρο σε σχέση με τον μέσο όρο του Κ.Α.Δ. Σημειώνεται ότι το ανώτατο όριο σε αυτές τις ασκήσεις προσαύξησης του φορολογητέου εισοδήματος είναι τα 50.000 ευρώ.
Χωρίς οδό διαφυγής...
Μια οδός διαφυγής από τον τεκμαρτό προσδιορισμό εισοδημάτων θα μπορούσε να είναι η διακοπή του ατομικού επαγγέλματος και η ίδρυση μιας εταιρείας, μέσω της οποίας θα συνεχίζει ο επαγγελματίας ουσιαστικά να ασκεί την ίδια επαγγελματική δραστηριότητα.
Όμως, το νομοσχέδιο κλείνει εκ των προτέρων αυτή την οδό διαφυγής, με τρόπο ώστε ακόμη και όσοι ιδρύσουν εταιρείες να πληρώνουν τουλάχιστον όσα θα πλήρωναν αν συνέχιζαν να φορολογούνται ως ελεύθεροι επαγγελματίες.
Προβλέπεται, ειδικότερα, «φορολόγηση επί του ελάχιστου ποσού καθαρού εισοδήματος για φυσικά πρόσωπα που διέκοψαν την ατομική επιχειρηματική δραστηριότητά τους και έχουν συστήσει μονοπρόσωπη εταιρεία». Σε αυτές τις περιπτώσεις, θα γίνεται φορολογικός έλεγχος (επίσης με βάση το άρθρο 23 που προαναφέρθηκε) και δύναται να επιβληθεί φόρος εισοδήματος αντίστοιχος με τον φόρο που θα επιβαλλόταν στο φυσικό πρόσωπο επί του ελάχιστου ποσού καθαρού εισοδήματος από την επιχειρηματική δραστηριότητα, εφόσον από τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι ασκείται μέσω εταιρείας το ίδιο επάγγελμα και το εισόδημα της εταιρείας είναι μικρότερο από το τεκμαρτό εισόδημα που θα υπολογιζόταν εάν επρόκειτο για ατομική δραστηριότητα.