Διατάξεις για την ευρύτερη χρήση από τον ελεγκτικό μηχανισμό των έμμεσων τεχνικών ελέγχου θεσπίζονται με το άρθρο 12 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου «Μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής».
Πιο συγκεκριμένα, με τις διατάξεις αυτές προβλέπεται ότι το εισόδημα των φυσικών και νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που ασκούν ή προκύπτει ότι ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα μπορεί να προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή με έμμεσες μεθόδους ελέγχου και στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- όταν υπάρχει σημαντική αναντιστοιχία μεταξύ των δηλούμενων οικονομικών μεγεθών, ιδίως των αγορών, των πωλήσεων και των αποθεμάτων, ή
- όταν δεν επαληθεύεται ο συντελεστής μικτού κέρδους που προκύπτει από τα δηλούμενα αποτελέσματα με αυτόν που προκύπτει βάσει των παραστατικών αγορών και πωλήσεων ή υπάρχει αδικαιολόγητη μεταβολή αυτού μεταξύ διαδοχικών ετών, ή
- όταν δηλώνεται ζημία σε τρία (3) τουλάχιστον συνεχόμενα φορολογικά έτη και δεν προκύπτει ο τρόπος χρηματοδότησης της επιχείρησης, με τον οποίο καλύπτονται οι υποχρεώσεις της.
Επιπλέον, με τις νέες διατάξεις τροποποιείται και η περ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε ο προσδιορισμός του εισοδήματος με τη χρήση έμμεσων μεθόδων ελέγχου να επέρχεται αν τα φορολογικά στοιχεία δεν προσκομισθούν στη Φορολογική Διοίκηση μετά από δύο σχετικές προσκλήσεις, αντί για μια.
Παρατίθενται ακολούθως οι διατάξεις του άρθρου 12 του νομοσχεδίου:
Άρθρο 12
Χρήση έμμεσων τεχνικών για τον προσδιορισμό εισοδήματος - Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 28 στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος
Στην παρ. 1 του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α' 167), περί εισοδημάτων που προκύπτουν από επιχειρηματική δραστηριότητα: α) στην περ. β) επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, β) η περ. γ) τροποποιείται, ώστε ο προσδιορισμός του εισοδήματος με τη χρήση έμμεσων μεθόδων ελέγχου να επέρχεται αν τα φορολογικά στοιχεία δεν προσκομισθούν στη Φορολογική Διοίκηση μετά από δύο σχετικές προσκλήσεις, αντί για μια και να τεθεί σχετική προθεσμία, γ) προστίθενται περ. δ) έως στ), και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Το εισόδημα των φυσικών και νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που ασκούν ή προκύπτει ότι ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα μπορεί να προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή με έμμεσες μεθόδους ελέγχου κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 4987/2022, Α' 206) στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν τα λογιστικά αρχεία δεν τηρούνται ή οι οικονομικές καταστάσεις δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον νόμο για τα λογιστικά πρότυπα, ή
β) όταν τα φορολογικά στοιχεία ή τα λοιπά προβλεπόμενα σχετικά δικαιολογητικά δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον Κ.Φ.Δ., ή
γ) όταν τα λογιστικά αρχεία ή φορολογικά στοιχεία δεν προσκομίζονται στη Φορολογική Διοίκηση εντός της προθεσμίας της παρ. 2 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Δ. μετά από δύο σχετικές προσκλήσεις, ή
δ) όταν υπάρχει σημαντική αναντιστοιχία μεταξύ των δηλούμενων οικονομικών μεγεθών, ιδίως των αγορών, των πωλήσεων και των αποθεμάτων, ή
ε) όταν δεν επαληθεύεται ο συντελεστής μικτού κέρδους που προκύπτει από τα δηλούμενα αποτελέσματα με αυτόν που προκύπτει βάσει των παραστατικών αγορών και πωλήσεων ή υπάρχει αδικαιολόγητη μεταβολή αυτού μεταξύ διαδοχικών ετών, ή
στ) όταν δηλώνεται ζημία σε τρία (3) τουλάχιστον συνεχόμενα φορολογικά έτη και δεν προκύπτει ο τρόπος χρηματοδότησης της επιχείρησης, με τον οποίο καλύπτονται οι υποχρεώσεις της.».