«Κουρεμένος» θα είναι φόρος εισοδήματος που θα πληρώσουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι ατομικές επιχειρήσεις, που υπάγονται στον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης, για τα εισοδήματα του 2024, μετά τις βελτιώσεις που επιφέρει το νέο φορολογικό νομοσχέδιο.
Η βασική αλλαγή που μειώνει αισθητά τον τεκμαρτά υπολογιζόμενο φόρο εισοδήματος είναι η κατάργηση του τεκμηρίου του υψηλότερου μισθού, που καταβάλει η επιχείρηση στον υψηλότερα αμειβόμενο εργαζόμενο.
Με βάση τις πληροφορίες και τις κυβερνητικές εξαγγελίες, ο τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης των αυτοαπασχολούμενων είναι προσωρινός, καθώς το επόμενο στοίχημα του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης είναι η αντικατάστασή του από τη φορολόγηση των επαγγελματιών με βάση τα πραγματικά εισοδήματα που προκύπτουν από τα δεδομένα του myDATA, όπου καταγράφονται τα έσοδα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Αναλυτικότερα, οι βασικές αλλαγές που επέρχονται στη φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών είναι οι ακόλουθες:
- Η αλλαγή υπολογισμού του ελάχιστου τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος για όλους τους επαγγελματίες.
- Η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος από το φορολογικό έτος 2024. Το τέλος ήταν 650 ευρώ και μειώθηκε από πέρυσι στο ποσό των 325 ευρώ.
- Η μείωση κατά 50% του ελάχιστου τεκμαρτού ποσού καθαρού εισοδήματος που ισχύει σήμερα για οικισμούς με έως 500 κατοίκους επεκτείνεται και για οικισμούς που ανήκουν σε δημοτικές κοινότητες με πληθυσμό έως 1.500 κατοίκους. Εξαιρούνται οι δημοτικές κοινότητες στην Περιφέρεια Αττικής και στη Θεσσαλονίκη.
- Μειώνεται το τεκμαρτό εισόδημα για όσους κατά τη διάρκεια του 2024 πραγματοποίησαν τζίρους υψηλότερους του μέσου τζίρου που αντιστοιχεί στις δραστηριότητές τους βάσει ΚΑΔ, μετά την αναπροσαρμογή προς τα άνω του μέσου όρου των τζίρων, με βάση τα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2023.
Η εξίσωση της μισθοδοσίας
Η πιο περίπλοκη αλλαγή είναι εκείνη που αφορά στην αλλαγή του τρόπου υπολογισμού του τεκμηρίου της μισθοδοσίας. Σύμφωνα με τη διάταξη του νομοσχεδίου, ως ελάχιστο ετήσιο εισόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας τεκμαίρεται ποσό μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ που προκύπτει από το άθροισμα:
- Ποσού που αντιστοιχεί στο ετήσιο ποσό του μικτού κατώτατου μισθού του επίμαχου φορολογικού έτους, προσαυξανόμενου κατά 10% για τα τρία (3) έτη που έπονται της δεύτερης τριετίας από τη δήλωση έναρξης επαγγελματικής δραστηριότητας, επιπλέον 10%, επί του ποσού της τρίτης τριετίας για τα τρία (3) έτη που έπονται της τρίτης τριετίας και επιπλέον 10%, επί του ποσού της τέταρτης τριετίας για τα επόμενα έτη κ.λπ..
- Ποσού έως 15.000 ευρώ που ισούται με το 10% του ετήσιου κόστους που καταβάλλει ο υπόχρεος για τη μισθοδοσία του προσωπικού που απασχολεί,
- Ποσού που ανέρχεται στο 5% επί του ποσού, κατά το οποίο ο κύκλος εργασιών του υπόχρεου υπερβαίνει τον μέσο όρο του ετήσιου κύκλου εργασιών του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας (Κ.Α.Δ.), στον οποίο ο υπόχρεος πραγματοποιεί τα υψηλότερα έσοδα.
Η προσαύξηση κατά 5% επί του ποσού υπέρβασης του μέσου τζίρου του ΚΑΔ που ανήκει ο φορολογούμενος, δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Όταν ο μέσος όρος του ετήσιου κύκλου εργασιών του αντίστοιχου Κ.Α.Δ. δεν υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ, ή
- Όταν το πλήθος των επιτηδευματιών που υπάγονται στον συγκεκριμένο Κ.Α.Δ. δεν υπερβαίνει τους 30.
Σημειώνεται πως, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του ετήσιου κύκλου εργασιών του αντίστοιχου Κ.Α.Δ. του προηγούμενου φορολογικού έτους, όπως αυτός αναρτάται στον ιστότοπο της ΑΑΔΕ μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου εκάστου έτους. Για τον προσδιορισμό του μέσου όρου του τζίρου, δεν λαμβάνονται υπόψη οι επιτηδευματίες με μηδενικό κύκλο εργασιών.
Αν το άθροισμα του πρώτου εδαφίου είναι μικρότερο από 30.000 ευρώ και ο υψηλότερα αμειβόμενος υπάλληλος που απασχολείται από τον υπόχρεο δικαιούται ετήσιες μικτές αποδοχές που υπερβαίνουν το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα αυτό, τότε το ποσό των μικτών αποδοχών λαμβάνεται ως τεκμαιρόμενο ετήσιο εισόδημα του υπόχρεου μέχρι του ποσού των 30.000 ευρώ.
Με βάση τη διάταξη του νομοσχεδίου, για όσους απασχολούν έναν ή περισσότερους εργαζόμενους αμειβόμενους με αποδοχές υψηλότερες του ετήσιου κατώτατου μισθού, προβλέπεται ότι το κριτήριο του μέγιστου μισθού εργαζομένου δεν θα λαμβάνεται στην αφετηρία υπολογισμού του ελάχιστου τεκμαρτού ποσού καθαρού εισοδήματος, αλλά στο τέλος, γεγονός που μειώνει τη φορολογική επιβάρυνση.
Τι ισχύει σήμερα
Σήμερα, σε περίπτωση που το ετήσιο ποσό του κατώτατου μισθού -είτε μειωμένο κατά 33%-67% για 4 ή 5 έτη λειτουργίας, είτε χωρίς προσαύξηση στον 6ο χρόνο λειτουργίας, είτε προσαυξημένο κατά 10%-33% με βάση τις τριετίες που ακολουθούν μετά τον έκτο χρόνο λειτουργίας της επιχείρησης- είναι μικρότερο του ετήσιου μισθού που καταβάλλεται στον πιο υψηλά αμειβόμενο εργαζόμενο της επιχείρησης, ως βάση υπολογισμού του ελάχιστου τεκμαρτού ποσού καθαρού εισοδήματος χρησιμοποιείται ο ετήσιος μισθός του πιο υψηλά αμειβομένου εργαζομένου.
Στο ποσό αυτό προστίθενται:
- Το 10% της ετήσιας δαπάνης μισθοδοσίας της επιχείρησης και
- Το 5% τυχόν υπάρχουσας θετικής διαφοράς μεταξύ του ετήσιου τζίρου της επιχείρησης και του μέσου τζίρου που αντιστοιχεί στη δραστηριότητα της επιχείρησης.
Παράδειγμα 1. Ατομική επιχείρηση, ηλικίας 6 ετών, που δηλώνει καθαρά κέρδη ύψους 15.000 ευρώ, αλλά απασχολεί έναν εργαζόμενο στον οποίο καταβάλλει ετήσιες αμοιβές ύψους 20.000 ευρώ, εμπίπτει στον κανόνα της τεκμαρτής φορολόγησης. Ως βάση υπολογισμού του τεκμαρτού εισοδήματος λαμβάνεται το ποσό των 20.000 ευρώ, που είναι ο ετήσιος μισθός του εργαζόμενου της επιχείρησης, επειδή ο μισθός αυτός είναι μεγαλύτερος από τον ετήσιο κατώτατο μισθό (για το 2024) των 11.620 ευρώ -χωρίς μειώσεις ή προσαυξήσεις τριετιών- που λαμβάνεται υπόψη για 6 έτη λειτουργίας.
Η βάση υπολογισμού των 20.000 ευρώ προσαυξάνεται με το 10% της ετήσιας δαπάνης μισθοδοσίας και προστίθεται ποσό ύψους 2.000 ευρώ (20.000 Χ 10%) και ποσό διαμορφώνεται σε 22.000 ευρώ.
Επίσης, εάν η ίδια επιχείρηση είχε τζίρο υψηλότερο κατά 10.000 ευρώ από τον μέσο όρο τζίρων που αντιστοιχεί τον ΚΑΔ της δραστηριότητάς της, τότε το 5% της διαφοράς αυτής, δηλαδή ένα ακόμη ποσό ύψους 500 ευρώ (10.000Χ5%), θα προστεθεί στο ποσό των 22.000 ευρώ, και το τελικό τεκμαρτό εισόδημα θα διαμορφωθεί σε 22.500 ευρώ.
Τι αλλάζει
Με τις διατάξεις του νομοσχεδίου, για την ίδια επιχείρηση, για το φορολογικό έτος 2024, ως βάση υπολογισμού του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος θα ληφθεί υπόψη το ετήσιο ποσό του κατώτατου μισθού, είτε μειωμένο κατά 33%-67% για 4 ή 5 έτη λειτουργίας, είτε χωρίς προσαύξηση στον 6ο χρόνο λειτουργίας, είτε προσαυξημένο κατά 10%-33% με βάση τις τριετίες που ακολουθούν μετά τον έκτο χρόνο λειτουργίας της επιχείρησης, ανεξάρτητα αν το ποσό αυτό είναι μικρότερο ή όχι από τον ετήσιο μισθό του υψηλότερα αμειβόμενου εργαζόμενου της επιχείρησης.
Επί του ποσού αυτού προστίθενται τα άλλα δύο τεκμήρια και συγκεκριμένα:
- Το 10% της ετήσιας μισθοδοσίας και
- Το 5% τυχόν επιπλέον διαφοράς τζίρου, από τον μέσο όρο της κατηγορίας
Το ποσό που θα προκύψει από την ανωτέρω πρόσθεση, θα συγκριθεί εκ των υστέρων με τον ετήσιο μισθό του υψηλότερα αμειβόμενου εργαζόμενου της επιχείρησης και το μεγαλύτερο εκ των δύο, ποσό, θα ληφθεί υπόψη ως ελάχιστο τεκμαρτό ποσό καθαρού εισοδήματος.
Παράδειγμα 2. Στη βάση υπολογισμού του ετήσιου κατώτατου μισθού των 11.640 ευρώ, θα προστεθούν:
- Το ποσό των 2.000 ευρώ, που είναι το 10% της δαπάνης μισθοδοσίας.
- Τα 500 ευρώ, που αντιστοιχούν στο 5% της διαφοράς από το μέσο όρο του τζίρου.
Το άθροισμα (11.640 ευρώ + 2.000 ευρώ + 500 ευρώ) είναι 14.140 ευρώ. Όμως, επειδή είναι χαμηλότερο από το ποσό των 20.000 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται το κόστος της μισθοδοσίας, η εν λόγω επιχείρηση, θα φορολογηθεί για εισόδημα 20.000 ευρώ, και όχι των 14.140 ευρώ. Εφόσον το άθροισμα ήταν υψηλότερο των 20.000 ευρώ, θα αποτελούσε αυτό το ελάχιστο τεκμαρτό ποσό καθαρού εισοδήματος.
Με το νέο τρόπο υπολογισμού, το ελάχιστο φορολογητέο τεκμαρτό εισόδημα της επιχείρησης του παραδείγματος, θα ανέρχεται σε 20.000 ευρώ, χαμηλότερο κατά 2.500 ευρώ, από το τεκμαρτό εισόδημα των 22.500 ευρώ, που θα προσδιορίζει η ισχύουσα (ακόμη) μέθοδος.