Η κλιματική αλλαγή και οι φυσικές καταστροφές που παρουσιάζονται όλο και πιο συχνά στη χώρα έχουν αρχίσει να επιβαρύνουν τις προοπτικές της αγοράς ακινήτων στην Αθήνα για τους ξένους επενδυτές, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Καθώς οι θερμοκρασίες σε όλο τον πλανήτη αυξάνονται, ο κλάδος του real estate πλέον παίρνει στα σοβαρά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα περιουσιακά στοιχεία.
Σε έρευνα με συμμετοχή 1.089 ατόμων που διεξήχθη για την τελευταία ετήσια έκθεση Emerging Trends in Real Estate, που πραγματοποιεί η PwC για λογαριασμό του Urban Land Institute (ULI), αναφέρθηκαν μια σειρά από παράγοντες που διαμορφώνουν την αγορά ακινήτων στις 30 πόλεις της Ευρώπης υπό αξιολόγηση.
Μεταξύ αυτών είναι οι αυξήσεις των επιτοκίων, οι πληθωριστικές πιέσεις, οι πολεμικές συγκρούσεις της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, όπως επίσης και θέματα που σχετίζονται με τις πολιτικές ESG.
Γενικότερα, παρατηρήθηκε μια αύξηση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης σχετικά με κέρδη που αναμένονται το 2024, ενώ εκτιμάται ότι το επόμενο διάστημα θα υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια στα κρίσιμα θέματα του πληθωρισμού και των επιτοκίων, οδηγώντας στην αύξηση των συναλλαγών.
Στην κατάταξη των πόλεων που αξιολογεί τις προοπτικές τους, το Λονδίνο βρίσκεται στην πρώτη θέση και μετά ακολουθούν το Παρίσι και η Μαδρίτη, η οποία ανέβηκε μια θέση από πέρυσι.
Το δυτικό κομμάτι του ευρωπαϊκού νότου κερδίζει πόντους, αναφέρει η έκθεση, καθώς η ποιότητα ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα της περιοχής προσελκύει ταλαντούχα στελέχη που προσφέρουν πολύτιμες λύσεις σε εργοδότες. Σημειώνεται ότι το Μιλάνο ανέβηκε στη 6η θέση (από την 10η θέση πέρυσι), ενώ η Λισαβόνα σκαρφάλωσε στην 8η θέση (από την 11η θέση).
Για την Αθήνα επικρατεί μια διαφορετική άποψη. Παραμένει στην 23η θέση της κατάταξης, δηλαδή στην ίδια θέση που βρίσκεται εδώ και 4 χρόνια, καθώς η ρευστότητα της αγοράς παραμένει πολύ χαμηλή και που αποτυπώνεται και στον χαμηλό όγκο συναλλαγών που καταγράφεται.
«Η Αθήνα παραμένει "κολλημένη" στη 23η θέση, παρά τις θετικές απαντήσεις της έρευνας από τοπικούς συμμετέχοντες της αγοράς τόσο στο κομμάτι των επενδύσεων, όσο και στις προοπτικές ανάπτυξης. Ένας παρατηρητής της αγοράς αναφέρει ότι η Αθήνα αναπτύσσεται πιο γρήγορα από την υπόλοιπη Ευρώπη, καλύπτοντας τη διαφορά που δημιουργήθηκε από την οικονομική κρίση», τονίζει στην έκθεση η PwC.
«Ωστόσο, σε άλλους προκαλούν εντύπωση οι έντονες κλιματολογικές συνθήκες που έχουν επηρεάσει την πόλη το 2023», προσθέτει η PwC.
Νέος δείκτης για τους καύσωνες
Τη στιγμή που οι φυσικές καταστροφές παίζουν όλο και πιο αυξημένο ρόλο στην απόδοση ενός ακινήτου, στοιχεία όπως οι καύσωνες ενσωματώνονται στο προφίλ των πόλεων που αξιολογούνται ως επενδυτικός προορισμός.
Μαζί με το ΑΕΠ και τον αριθμό των start up που φιλοξενούνται, προστίθενται τα ιστορικά στοιχεία θερμοκρασίας μιας πόλης ώστε να διατυπωθεί μια κλιματολογική πρόβλεψη για το μέλλον.
Τον Σεπτέμβριο, για πρώτη φορά η εταιρεία επενδυτικής διαχείρισης La Salle πρόσθεσε στον δείκτη της “European Cities Growth Index (ECGI)” πληροφορίες για τις καιρικές συνθήκες των ευρωπαϊκών πόλεων που παρακολουθεί.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης αξιολογεί την προβλεπόμενη ζήτηση των ακινήτων με βάση την οικονομική ανάπτυξη (στάθμιση 45%), τους παράγοντες του ανθρώπινου κεφαλαίου (στάθμιση 35%), τον επιχειρηματικό κίνδυνο και την υπερβολική ζέστη (στάθμιση 20%).
Η μέτρηση για την ακραία ζέστη βασίζεται σε δεδομένα της υπηρεσίας Copernicus Climate Change και στη συνέχεια ενσωματώνει τις επιπτώσεις μιας πρόβλεψης για τα επόμενα 50 χρόνια.
Αν και η Αθήνα δεν βρίσκεται στο ραντάρ της La Salle, οι οιωνοί για την Ελλάδα δεν είναι καλοί. Η Ρώμη και άλλες ιταλικές πόλεις χάνουν σημαντικό έδαφος στον δείκτη ECGI λόγω της υψηλών θερμοκρασιών που αναμένονται, σε αντίθεση με την Ισπανία και την Πορτογαλία όπου οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής προβλέπεται ότι θα είναι ηπιότερες.
Η La Salle εντοπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ιταλίας στο κέντρο της χώρας και προς τα νότια, δηλαδή στη Φλωρεντία, στο Παλέρμο και την Μπολόνια.