Εικόνα ήπιων αυξομειώσεων μεταξύ των καθημερινών μετρήσεων παρουσιάζει το ιικό φορτίο του SARS-CoV-2 στα λύματα της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την έρευνα που διεξάγει η Ομάδα Επιδημιολογίας Λυμάτων του ΑΠΘ με την ΕΥΑΘ, σε συνεργασία με την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και στο πλαίσιο του Εθνικού Δικτύου του ΕΟΔΥ.
Ειδικότερα, οι αναλύσεις των δειγμάτων που ελήφθησαν από την αρχή της εβδομάδας στην είσοδο της Εγκατάστασης Επεξεργασίας Λυμάτων Θεσσαλονίκη συντείνουν προς μία σταθεροποίηση του ιικού φορτίου σε υψηλά επίπεδα, χωρίς όμως να διαφαίνεται τάση απότομης αύξησής του.
Συγκεκριμένα, η μέση τιμή των δύο πιο πρόσφατων μετρήσεων, δηλαδή της Δευτέρας 22/03 και της Τρίτης 23/03 είναι:
- Μειωμένη κατά 14% σε σχέση με τη μέση τιμή των δύο αμέσως, προηγούμενων μετρήσεων, δηλαδή της Παρασκευής 19/3 και της Κυριακής 21/3.
- Αυξημένη κατά 34% σε σχέση με την μέση τιμή της προηγούμενης Δευτέρας 15/3 και Τρίτης 16/3.
Όπως ανακοινώθηκε, εξάλλου, από το Εθνικό Δίκτυο Επιδημιολογίας Λυμάτων που συντονίζει ο ΕΟΔΥ και στο οποίο συμμετέχει η ομάδα του ΑΠΘ, την προηγούμενη εβδομάδα (15-21/3/21) στη Θεσσαλονίκη καταγράφηκε μείωση του εβδομαδιαίου μέσου όρου στον σχετικό ρυθμό έκκρισης του ιικού φορτίου κατά 8%, σε σχέση με την εβδομάδα 8-14/3/2021.
«Η παραμονή για μεγάλο χρονικό διάστημα σε τόσο υψηλές τιμές ιικού φορτίου δείχνει την έντονη δυναμική μεταξύ της μετάδοσης της νόσου σε νέους φορείς από τη μια και των μέτρων περιορισμού και της αποθεραπείας παλαιών φορέων από την άλλη. Η ισορροπία αυτή όμως είναι πολύ εύθραυστη και μπορεί εύκολα να αλλάξει προς το χειρότερο αν δεν προσέξουμε», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρύτανης του ΑΠΘ και επιστημονικά υπεύθυνος του ερευνητικού έργου, καθ. Νίκος Παπαϊωάννου.
Εκτός αυτού, τόνισε πως «ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται σε κλειστούς χώρους αναγκαστικού συγχρωτισμού, όπως χώροι εργασίας και καταστήματα τροφίμων», ενώ «η βελτίωση του καιρού και η προτροπή εκτόνωσης της πίεσης και κόπωσης των πολιτών με δραστηριότητες σε ανοιχτούς εξωτερικούς χώρους, όπου περιορίζεται ο κίνδυνος διασποράς του ιού, μπορεί να βοηθήσει τα εδώ και καιρό ισχύοντα περιοριστικά μέτρα να αποδώσουν καλύτερα, έως ότου αμβλυνθεί η πίεση στο σύστημα υγείας, ώστε σταδιακά να επανεκκινήσουν οικονομικές και άλλες δραστηριότητες».