Η Ευρώπη καταγράφει φέτος μια ασυνήθιστα πρώιμη έξαρση της εποχικής γρίπης, με τα κρούσματα να εμφανίζονται τρεις έως τέσσερις εβδομάδες νωρίτερα σε σχέση με προηγούμενες χρονιές. Η επιστημονική κοινότητα παρακολουθεί στενά την αυξημένη κυκλοφορία του ιού, εστιάζοντας ιδιαίτερα στο νέο υποστέλεχος Κ του ιού Α(H3N2), το οποίο φαίνεται να κυριαρχεί και ενδεχομένως να παρουσιάζει αυξημένη μεταδοτικότητα.
Παρά τις αβεβαιότητες για την περαιτέρω εξέλιξη, τα υγειονομικά συστήματα προετοιμάζονται για μια εντονότερη επιδημιολογική εικόνα. Η δραστηριότητα της γρίπης ήδη ξεπερνά τα αναμενόμενα επίπεδα, προκαλώντας ανησυχία για πιθανή πίεση στις δομές υγείας.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, τα κρούσματα παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, ωστόσο οι αρμόδιες αρχές παραμένουν σε εγρήγορση για την έγκαιρη ανίχνευση τυχόν αύξησης της δραστηριότητας.
Σε δηλώσεις της, η Δρ. Σταματούλα Τσικρικά, πρόεδρος Ομάδας Προαγωγής Υγείας και Διακοπής Καπνίσματος της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας και πρόεδρος της Ένωσης Πνευμονολόγων Ελλάδας, εξηγεί ότι το υποστέλεχος Κ της γρίπης Α(H3N2) ανιχνεύεται ήδη σε υψηλά ποσοστά στο νότιο ημισφαίριο. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), το 86% των στελεχών A(H3N2) στην Ευρώπη ανήκουν πλέον σε αυτό το αντιγονικά μετατοπισμένο κλάδο.
Επιστημονικές ανησυχίες και συμπτώματα
Η επιστημονική κοινότητα εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή την εξέλιξη του υποστελέχους Κ, καθώς οι νέες μεταλλάξεις ενδέχεται να διαφοροποιούν σημαντικά τον ιό από το στέλεχος που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή του φετινού εμβολίου. Αυτό δημιουργεί ερωτήματα για τη μεταδοτικότητα, την ανοσολογική διαφυγή και πιθανή μείωση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου.
Η λοίμωξη από τον υπότυπο H3N2 παρουσιάζει παρόμοια συμπτώματα με τη γρίπη Α, αλλά μπορεί να προκαλέσει βαρύτερη νόσο σε ηλικιωμένους και ευπαθείς ομάδες. Τα συχνότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν υψηλό πυρετό, βήχα, μυαλγίες, αρθραλγίες, πονοκέφαλο, καταρροή, βράγχος φωνής και έντονη κόπωση. Στα παιδιά, συχνά εμφανίζονται και συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον εμβολιασμό των ευπαθών ομάδων, όπως οι ηλικιωμένοι, άτομα με χρόνια νοσήματα, οι έγκυες, οι θηλάζουσες και όσοι βρίσκονται σε στενή επαφή με βρέφη κάτω των έξι μηνών ή είναι ανοσοκατασταλμένοι. Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών συστήνει τον εμβολιασμό ως βασικό μέτρο πρόληψης.
Ο ρόλος του εμβολιασμού
Με την έναρξη του χειμώνα, οι λοιμώξεις από αναπνευστικούς ιούς αυξάνονται, επηρεάζοντας τους δείκτες νοσηρότητας και θνησιμότητας. Ο συγχρωτισμός και ο ανεπαρκής αερισμός διευκολύνουν τη μετάδοση της εποχικής γρίπης.
Η εποχική γρίπη αποτελεί σημαντική απειλή για τη δημόσια υγεία, ιδιαίτερα για τους ευπαθείς πληθυσμούς. Το εμβόλιο κάθε έτους περιλαμβάνει αδρανοποιημένα αντιγόνα των επικρατέστερων στελεχών, όπως ορίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Η Δρ. Τσικρικά επισημαίνει ότι τα αντισώματα αναπτύσσονται εντός δύο έως τριών εβδομάδων μετά τον εμβολιασμό και η προστασία διαρκεί περίπου έξι μήνες, ανάλογα με το ανοσοποιητικό σύστημα κάθε ατόμου. Η συνεχής μεταλλαγή του ιού καθιστά αναγκαία την ετήσια ανανέωση της προστασίας μέσω εμβολιασμού.
Ο εμβολιασμός κατά της εποχικής γρίπης παραμένει η πιο απλή, ασφαλής και αποτελεσματική πράξη πρόληψης, προστατεύοντας τόσο την ατομική όσο και τη δημόσια υγεία και συμβάλλοντας στη μείωση της διασποράς του ιού στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.