Αν υπήρχε ελληνοτουρκικός πόλεμος για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, η Ελλάδα θα είχε καταγάγει μια σημαντική νίκη έναντι της γειτονικής χώρας, που δεν πρέπει να λησμονείται ότι το μέγεθός της την κατατάσσει ανάμεσα στις 20 μεγαλύτερες του κόσμου (G-20): η HSBC συμβουλεύει τους επενδυτές να «κόψουν» τοποθετήσεις στις τουρκικές μετοχές, για να χρηματοδοτήσουν μια αύξηση θέσεων στις ελληνικές.
Εδώ και αρκετά χρόνια, από τότε που η Ελλάδα υποβαθμίσθηκε στις αναδυόμενες αγορές λόγω των συνεπειών της μεγάλης οικονομικής κρίσης, το ελληνικό χρηματιστήριο, αν και εδρεύει στη ζώνη του ευρώ, κατατάσσεται μαζί με το τουρκικό χρηματιστήριο στην ομάδα των αναδυόμενων αγορών και ανταγωνίζονται για την προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων.
Πλέον υπάρχουν σαφείς ενδείξεις, όχι μόνο από τη σημερινή έκθεση της HSBC, ότι η Ελλάδα, σε αυτή την φάση τουλάχιστον, κερδίζει σε αυτό τον ιδιότυπο ανταγωνισμό. Υπάρχουν λόγοι που αφορούν την ίδια την Ελλάδα, οι οποίοι βρίσκονται πίσω από αυτή την εξέλιξη και εξηγούνται από την HSBC:
- Oι προοπτικές για τον τουρισμό βελτιώνονται αισθητά, χάρη στην πρόοδο των εμβολιασμών και το ευρωπαϊκό διαβατήριο εμβολιασμού, ενώ το ίδιο ισχύει και για τον τραπεζικό τομέα, που εξυγιαίνει γρήγορα τα χαρτοφυλάκια δανείων. Επίσης, το κόστος δανεισμού της χώρας (χάρη στο ευρώ και την υποστήριξη από την ΕΚΤ) είναι πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο των αναδυόμενων οικονομιών, ενώ και οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών είναι ιδιαίτερα ελκυστικές, με σχέση τιμής/κερδών πολύ χαμηλότερη από τις άλλες αγορές, αλλά και με καλύτερες προοπτικές αύξησης της κερδοφορίας των εισηγμένων.
Αυτοί οι λόγοι εξηγούν γιατί αλλάζει η «καθοδήγηση» της HSBC για τις ελληνικές μετοχές και η σύστασή της γίνεται "overweight" από "neutral", δηλαδή πλέον συνιστά στους επενδυτές να κρατούν στα χαρτοφυλάκιά τους περισσότερες ελληνικές μετοχές σε σχέση με τα ποσοστά συμμετοχής τους στους διεθνείς δείκτες. Δεν εξηγούν, όμως, γιατί ο οίκος συνιστά στους επενδυτές να χρηματοδοτήσουν αυτή την αύξηση θέσεων στην Ελλάδα, πουλώντας μετοχές της Τουρκίας.
Η Τουρκία, όπως φαίνεται καθαρά από την ανάλυση της HSBC, πληρώνει το τίμημα της ανορθόδοξης οικονομικής και νομισματικής πολιτικής του Ερντογάν, που διέπεται από την... παλαβή βασική αρχή ότι με τα χαμηλά επιτόκια μειώνεται ο πληθωρισμός (ισχύει, ως γνωστόν, το ακριβώς αντίθετο). Όπως σημειώνει η HSBC, θεωρητικά η μετάβαση της Τουρκίας, που άρχισε το φθινόπωρο, από μια μη βιώσιμη σε μια βιώσιμη οικονομική πολιτική, θα έπρεπε να ευνοεί τις τοποθετήσεις σε μετοχές. Όμως, φαίνεται ότι τα λάθη που προηγήθηκαν έχουν κάνει σοβαρή «ζημιά», σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό. Η HSBC εκτιμά ότι θα εκτιναχθεί στο 17% τον Απρίλιο, ενώ, την ίδια στιγμή, οι προοπτικές για την ανάπτυξη επιδεινώνονται. Επιπλέον, η Τουρκία είναι κατ' εξοχήν ευάλωτη στις αυξήσεις των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων -αντίθετα, σημειώνει η HSBC, μια αύξηση στις αποδόσεις στην ευρωζώνη θα ήταν ευνοϊκή για το ελληνικό χρηματιστήριο, καθώς θα βελτίωνε το περιθώριο κέρδους των τραπεζών.
Δεν είναι μόνο η HSBC που δίνει στην Ελλάδα επενδυτικό προβάθισμα έναντι της Τουρκίας. Πρόσφατα έγινε γνωστό, όπως έγραφε το BusinessDaily, ότι η BlackRock, ο μεγαλύτερος διαχειριστής κεφαλαίων στον κόσμο με υπό διαχείριση κεφάλαια 8,67 τρισ. δολ. και, ειδικότερα, το fund που διαχειρίζεται o αμερικανικός οίκος και το οποίο επενδύει στις αναδυόμενες αγορές της Ευρώπης, έχει τοποθετήσει το 9,6% των κεφαλαίων του στην Ελλάδα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την Τουρκία, παρότι η οικονομία της είναι πολύ μεγαλύτερη, είναι μόλις 5,5%.
Είναι σαφές ότι, τουλάχιστον στις σημερινές συνθήκες, οι ελληνικές μετοχές είναι ελκυστικότερες από τις τουρκικές κυρίως για δύο λόγους: η χώρα βρίσκεται στο σταθερό περιβάλλον της ευρωζώνης και η κυβέρνηση ακολουθεί με συνέπεια μια ορθόδοξη οικονομική πολιτική, που πείθει τους επενδυτές ότι θα οδηγήσει εκ του ασφαλούς τη χώρα στην περίοδο της ανάκαμψης μετά την πανδημία. Αντίθετα, η Τουρκία, αν και έχει μια οικονομία με ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές και μεγέθη που δεν μπορούν να αγνοηθούν από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα, είναι μια τυπική περίπτωση οικονομίας που αποσταθεροποιήθηκε από την εφαρμογή ανορθόδοξων πολιτικών, όπου τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη των κυβερνώντων προτάχθηκαν έναντι της οικονομικής σταθερότητας, με αποτέλεσμα οι ξένοι επενδυτές να απομακρυνθούν.