Το ακραίο καιρικό φαινόμενο "Daniel" με τις καταστροφές που προκάλεσε στη Θεσσαλία επανέφερε στο δημόσιο διάλογο τη συζήτηση για την υποχρεωτική ασφάλιση των περιουσιών. Ένα θέμα που έρχεται και παρέρχεται, αλλά από το 2020 απασχολεί πιο έντονα όλους τους εμπλεκόμενους -πολίτες, κυβέρνηση, επιχειρήσεις, ασφαλιστικές εταιρείες- αφού οι φυσικές καταστροφές εντάθηκαν λόγω και της κλιματικής αλλαγής. Την τετραετία 2020-2023 το κράτος, σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, έχει κληθεί να πληρώσει για αποζημιώσεις περί τα 2 δισ. ευρώ.
Οι πραγματικές ζημιές βεβαίως από πλημμύρες, χιονιάδες, σεισμούς και πυρκαγιές είναι πολλαπλάσιες, αφού σπάνια η κρατική αρωγή καλύπτει πάνω από το 40% των απωλειών σε περιουσία και εισοδήματα.
Ένα πρώτο βήμα έγινε από την κυβέρνηση η οποία από την αρχή του 2024 καθιστά υποχρεωτική την ιδιωτική ασφάλιση σε μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 2 εκατ. ευρώ. Η ασφάλιση θα πρέπει να καλύπτει πλημμύρα, σεισμό και πυρκαγιά και να αφορά το κτίριο, τα μηχανήματα, τον εξοπλισμό και τα αποθέματα. Η «περίμετρος» του μέτρου αφορά σε 16.268 μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες πραγματοποιούν το 87,5% του τζίρου της αγοράς, σηματοδοτώντας την επέκταση της ασφάλισης σε ένα σημαντικό τμήμα της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Από 1/1/2024 οι ανωτέρω επιχειρήσεις δεν θα αποζημιώνονται από την κρατική αρωγή.
Βέβαια πολλές από τις παραπάνω εταιρείες είναι ήδη ασφαλισμένες και η κουβέντα επικεντρώνεται πλέον στην υποχρεωτική ασφάλιση των κατοικιών από φυσικές καταστροφές, όπως γίνεται για παράδειγμα με την ασφάλιση των αυτοκινήτων. Σήμερα από τα 6,5 εκατ. σπίτια στην Ελλάδα, μόνο 1 εκατ. είναι ασφαλισμένα (ποσοστό 15%) και αυτά επειδή έχουν συναφθεί στεγαστικά δάνεια με τις τράπεζες. Στις επιχειρήσεις το ποσοστό ανέρχεται σε 40%, ασφαλίζονται δηλαδή 200.000 επιχειρήσεις από τις 500,000 (με τουλάχιστον ένα εργαζόμενο).
Δύσκολα μια κυβέρνηση μπορεί να υποχρεώσει τους πολίτες να ασφαλίσουν την περιουσία τους. Ιδίως όταν ήδη οι ιδιοκτήτες στην Ελλάδα πληρώνουν «ενοίκιο» κάθε χρόνο για τα σπίτια τους στο κράτος λόγω του ΕΝΦΙΑ. Ένα επιπλέον υποχρεωτικό βάρος σε συνθήκες έντονου πληθωρισμού είναι το τελευταίο που θα επιθυμούσε κάθε κυβέρνηση να επιβάλει στους φορολογούμενους. Εδώ είναι θέμα καθαρά του βαθμού ασφαλιστικής συνείδησης που έχει κάθε πολίτης, αλλά -κακά τα ψέμματα- και του ετήσιου κόστους που προσφέρουν οι ασφαλιστικές εταιρείες για πλήρη κάλυψη από σεισμούς, πυρκαγιές και πλημμύρες.
Σύμφωνα με την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ), μια κατοικία 100 τ.μ. με περιεχόμενο (έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές κ.α.) αξίας 20.000 ευρώ θα ασφαλιστεί τον χρόνο για 144 ευρώ ή για 12 ευρώ τον μήνα. Οι ασφαλιστικές υπολογίζουν την αποζημίωση για το κτίριο με 1.000 ευρώ το τετραγωνικό, που είναι και το μέσο κόστος κατασκευής, ανεξάρτητα σε ποια περιοχή βρίσκεται η κατοικία. Αν δηλαδή η παραπάνω κατοικία καταστραφεί από σεισμό, πλημμύρα ή πυρκαγιά ο ασφαλισμένος θα λάβει 120.000 ευρώ αποζημίωση. Το κόστος αυτό θα μειώνεται όταν ασφαλίζονται περισσότεροι γιατί η διασπορά κινδύνου θα είναι μεγαλύτερη.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι αν επιβληθεί το μέτρο της υποχρεωτικότητας στις κατοικίες θα οδηγήσει σε υπερκέρδη τις ασφαλιστικές εταιρείες. Για παράδειγμα το 2022 για ασφάλιστρα αξίας 250 εκατ. ευρώ οι ασφαλιστικές προχώρησαν σε αποζημιώσεις αξίας μόνο 17 εκατ. ευρώ. Σίγουρα, αν ασφαλιστούν επιπλέον 5,5 εκατ. σπίτια οι εργασίες των ασφαλιστικών θα απογειωθούν, όπως όμως και ο κίνδυνος που θα αναλάβουν. Και εδώ τίθεται το ερώτημα: Ανεξάρτητα από την υποχρεωτικότητα του μέτρου, έχει τη δυνατότητα η ασφαλιστική αγορά και την κεφαλαιακή επάρκεια να αναλάβει πολύ περισσότερους κινδύνους; Είναι σε θέση να ανταποκριθεί άμεσα στις αυξημένες ανάγκες αποζημιώσεων που προκύπτουν τα τελευταία χρόνια από ακραία καιρικά φαινόμενα;
Από την ΕΑΕΕ αναφέρουν πως οι ασφαλιστικές εταιρίες λειτουργούν κάτω από ένα πολύ αυστηρό ευρωπαϊκό εποπτικό πλαίσιο (Solvency II) και εποπτεύονται αυστηρά από την Τράπεζα της Ελλάδος έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι μπορούν να ανταποκριθούν στους κινδύνους που αναλαμβάνουν. Τονίζουν δε, πως διαθέτουν σχεδόν διπλάσια κεφάλαια από τα απαιτούμενα από τη νομοθεσία με δείκτη φερεγγυότητας από τους υψηλότερους στη Ευρώπη (184,6% σύμφωνα με την Έκθεση της ΤτΕ).
Επίσης, για καλύτερη διαχείριση και διασπορά του κινδύνου οι ασφαλιστικές εταιρίες μεταφέρουν μέρος του κινδύνου που αναλαμβάνουν σε άλλες εξειδικευμένες εταιρείες (αντασφαλιστικοί όμιλοι) μέσω της αντασφάλισης. Αυτό μειώνει τον κίνδυνο που φέρουν οι ασφαλιστικές εταιρίες, διασφαλίζοντας ότι θα μπορούν να καλύψουν τις αποζημιώσεις ακόμα και σε μία εξαιρετικά ακραία φυσική καταστροφή.
Ένα δεύτερο ερώτημα είναι η ταχύτητα καταβολής των αποζημιώσεων. Από την ΕΑΕΕ υποστηρίζουν ότι στις απλές περιπτώσεις οι πρώτες αποζημιώσεις ξεκινούν να πληρώνονται μετά από κάποιες ημέρες. Στις πιο πολύπλοκες υποθέσεις είναι ευνόητο ότι μπορεί να χρειαστεί περισσότερος χρόνος.
Μέχρι σήμερα οι ζημιές που έχουν δηλωθεί στην ΕΑΕΕ από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις λόγω του "Daniel", ανέρχονται σε 6.011. Από αυτές, οι 4.307 ζημιές αφορούν ασφαλίσεις περιουσίας (1.714 κατοικίες, 2.032 επιχειρήσεις 69 βιομηχανικές εγκαταστάσεις, 116 τεχνικά έργα και 376 φωτοβολταϊκά συστήματα). Οι υπόλοιπες 1.699 ασφάλιση αυτοκινήτων και 5 ασφάλιση σκαφών.
Αν αφήσουμε στην άκρη το μέτρο της υποχρεωτικότητας, η κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει φοροαπαλλαγές ως κίνητρο για τους ασφαλισμένους ώστε να συνάψουν ένα τέτοιο συμβόλαιο. Ήδη εκπίπτει ο ΕΝΦΙΑ κατά 10% σε ασφαλισμένα σπίτια.
Ενδεχομένως το Δημόσιο να χάσει κάποια έσοδα από τις φοροαπαλλαγές αλλά αν υπάρξει μια «στροφή» προς τα ιδιωτικά ασφαλιστήρια συμβόλαια σε βάθος χρόνου θα μετακυλίσει το κόστος των αποζημιώσεων από τον κρατικό κορβανά στις ασφαλιστικές.
Οι φυσικές καταστροφές θα συνεχίσουν να πλήττουν όλες τις χώρες, ιδίως τώρα με την κλιματική αλλαγή και η Ελλάδα που τώρα τακτοποιεί τα δημοσιονομικά της μετά την πολυετή οικονομική κρίση δύσκολα θα μπορεί να αποζημιώνει πλήρως τους πολίτες, ιδίως αν πρόκειται για μια μεγάλη καταστροφή, όπως για παράδειγμα ένας ισχυρός σεισμός.. Είναι καθαρά θέμα των πολιτών να μην πληρώνουν τις ζημίες εκ των υστέρων από την τσέπη τους, ενώ μπορεί να δρουν προληπτικά με μια λελογισμένη ετήσια δαπάνη.
Στη Γαλλία η ασφάλιση πυρός κατοικίας είναι υποχρεωτική για ενοικιαστές και συνιδιοκτήτες. Υποχρεωτικά προστίθεται η κάλυψη φυσικών καταστροφών. Στην Ελβετία η ασφάλιση κατοικίας είναι υποχρεωτική. Στην Ισπανία είναι υποχρεωτική η προσθήκη της κάλυψης φυσικών καταστροφών σε κάθε ασφαλιστήριο πυρός κατοικίας. Υποχρεωτικό χαρακτήρα έχει επίσης η ασφάλιση κατοικίας για σεισμό στη Ρουμανία και στην Τουρκία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ενώ η ασφάλιση δεν είναι υποχρεωτική, η διείσδυση είναι εξαιρετικά υψηλή, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι οι πολίτες αγοράζουν σπίτι κατά κύριο λόγο με στεγαστικό δάνειο.