Η ενίσχυση της διασποράς της μετοχής αποτελεί προτεραιότητα για τη διοίκηση της Austriacard Holdings που εδώ και ένα μήνα έχει κάνει το ντεμπούτο της στο Χρηματιστήριο Αθηνών μετά τη συγχώνευση της μητρικής Austriacard με έδρα την Αυστρία και της ελληνικής Inform Λύκος.
Η μετοχή διαπραγματεύεται στα χρηματιστήρια της Βιέννης και των Αθηνών (Dual Listing) με κύριο χαρακτηριστικό τη χαμηλή εμπορευσιμότητα.
Όπως εξήγησαν τα στελέχη της εταιρείας κατά τη χθεσινή παρουσίαση στην Ένωση Θεσμικών Επενδυτών, η ελεύθερη διασπορά της μετοχής βρίσκεται στο 20% αλλά στην ουσία είναι κάτω του 10%, αφού μεγάλο μέρος των εν λόγω μετοχών ανήκει σε πρώην ιδιοκτήτες εταιρειών που εξαγοράστηκαν από την Austriacard και έλαβαν ως τίμημα μετοχές της, οι οποίες δεν προσφέρονται για trading.
Σε πρώτη φάση έχουν αρχίσει επαφές της διοίκησης με θεσμικούς επενδυτές ώστε να υπάρξουν τοποθετήσεις στη μετοχή με επίδοξους πωλητές τους παραπάνω κατόχους των μετοχών. Για ένα ευρύτερο placement από τον βασικό μέτοχο, που είναι ο κ. Νίκος Λύκος, δεν υπάρχει προς το παρόν σχεδιασμός.
Αυτό οριοθετείται μετά από ένα ή δύο χρόνια όταν η εταιρεία θα έχει «μεγαλώσει», το αντικείμενό της θα έχει γίνει περισσότερο γνωστό στην επενδυτική κοινότητα και κυρίως όταν η αποτίμηση ενισχυθεί, αφού όπως υποστήριξαν τα στελέχη της Austriacard η μετοχή είναι υποτιμημένη είτε με όρους οικονομικών μεγεθών, είτε με όρους αγοράς σε σχέση με ανταγωνιστές (ψηφιακή τεχνολογία).
Ένας πολυεθνικός όμιλος με έδρα τη Βιέννη και Έλληνα βασικό μέτοχο
Η Αustriacard είναι μια πολυεθνική εταιρεία με έδρα τη Βιέννη και Έλληνα βασικό μέτοχο. Δραστηριοποιείται σε τρεις τομείς: στην παραγωγή καρτών για τράπεζες (payment), στις ψηφιακές λύσεις όπως το Digital On Boarding για την ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου μέσα από το ψηφιακό κανάλι ή την ψηφιακή υπογραφή εγγράφων, συμβολαίων, αιτήσεων κ.α. και στις ψηφιακές μεταβλητές εκτυπώσεις για λογαριασμούς (εταιρειών ενέργειας, κινητής τηλεφωνίας κ.α).
Η διασυνοριακή συγχώνευση της αυστριακής Austriacard με την Inform Λύκος είχε ως στόχο να δημιουργηθεί ένα νέο μεγάλο σχήμα στους τομείς της Ψηφιακής Ασφάλειας (Digital Security) και της Διαχείρισης Πληροφοριών (Information Management).
Σήμερα ο όμιλος διαθέτει επτά παραγωγικές εγκαταστάσεις σε Ηνωμένο Βασίλειο, Ανδόρρα, Αυστρία, Ρουμανία και Ελλάδα, οκτώ κέντρα προσωποποίησης σε Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Αυστρία, Πολωνία, Ρουμανία, Ελλάδα και Τουρκία, γραφεία πωλήσεων σε τέσσερις ηπείρους και παρουσία σε 35 χώρες. Από την Ελλάδα προέρχεται μόλις το 10% του συνολικού κύκλου εργασιών.
Ορόσημο για την ελληνική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1897 αποτέλεσε η εξαγορά της Austriacard το 2007. Η Ausriacard ήταν θυγατρική της Κεντρικής Τράπεζας της Αυστρίας και ήταν ο αποκλειστικός προμηθευτής των αυστριακών τραπεζών σε κάρτες (debit, credit και prepaid).
Στην πορεία, μέσω κυρίως εξαγορών, ο όμιλος επεκτάθηκε και στις ψηφιακές λύσεις, ενώ το ελληνικό τμήμα κατάφερε τα τελευταία χρόνια να περάσει επιτυχώς από το μελάνι και το χαρτί στην ψηφιακή εποχή. Ήταν η πρώτη εταιρεία στην Ελλάδα που εγκατέστησε μηχανές παραγωγής φακέλων και απλού εκτυπωτικού υλικού και κατάφερε να μετεξελιχθεί, ενσωματώνοντας στη δραστηριότητά της τις τεράστιες τεχνολογικές αλλαγές που μεταμόρφωσαν τον κλάδο της, σε μια εταιρεία τεχνολογίας, παρέχοντας λύσεις ψηφιακού μετασχηματισμού και προϊόντα υψηλής ασφάλειας σε φυσική ή ψηφιακή μορφή.
Το πελατολόγιο του ομίλου και το guidance για το 2023
Πελάτες της Austriacard στον τραπεζικό τομέα είναι οι challenger banks (Fintech, neobanks κ.α.), όπως π.χ η Revolut, οργανισμοί δηλαδή που στηρίζονται σε outsourcing υπηρεσιών. Γενικότερα, το πελατολόγιο σε Δυτική Ευρώπη και ΗΠΑ είναι τράπεζες και οι κυβερνήσεις, ενώ σε Ελλάδα και Ρουμανία, η εταιρεία καλύπτει και άλλους τομείς, όπως το retail, ενεργειακές εταιρείες, ασφαλιστικές εταιρείες κ.α.
Το 2022 ο όμιλος είχε τζίρο 314,7 εκατ. ευρώ (+77%), EBITDA 39,4 εκατ. ευρώ (+80,5%) και κέρδη 17,1 εκατ. ευρώ (+250%). Στο πρώτο τρίμηνο του 2023 ο τζίρος διαμορφώθηκε στα 90 εκατ. ευρώ (+48,7%), τα EBITDA στα 13,5 εκατ. (+78,5%) και τα κέρδη στα 4,8 εκατ. ευρώ (+133%). Οι πωληθείσες έξυπνες κάρτες έφτασαν τα 127,7 εκ. συγκρινόμενες με 88,8 εκ. κατά το 2021, παρουσιάζοντας αύξηση 43,8%, κατατάσσοντας τον όμιλο μεταξύ των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών παρόχων έξυπνων καρτών τύπου EMV και υπηρεσιών προσωποποίησης.
Το guidance της διοίκησης για το 2023 είναι αύξηση του τζίρου κατά 13%-15% σε σχέση με το 2022, αύξηση των EBITDA κατά 25%-30% και το τελικό αποτέλεσμα να έχει περιθώριο κέρδους της τάξης του 5%.
Η κεφαλαιοποίηση του ομίλου ανέρχεται στα 210 εκατ. ευρώ. Ο όμιλος έχει καθαρό δανεισμό στο τρίμηνο 82 εκατ. ευρώ με το δείκτη enterprice value/EBITDA να βρίσκεται στο 6 -οι εταιρείες τεχνολογίας έχουν μεγαλύτερες αποτιμήσεις - και το δείκτη καθαρός δανεισμός προς EBITDA να διαμορφώνεται στο 2.
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο, Παναγιώτη Σπυρόπουλο, η παραγωγή έξυπνων καρτών θα διατηρήσει ένα παγκόσμιο growth της τάξης του 4%, αν και παραδέχθηκε ότι σε βάθος χρόνου το πλαστικό χρήμα θα φθίνει και τη θέση του θα πάρουν οι ψηφιακές πληρωμές. Για αυτό και ο όμιλος έχει ένα pipeline νέων προϊόντων που θα αντικαταστήσουν σταδιακά τα προϊόντα αυτά που ο κύκλος ζωής τους ολοκληρώνεται.
Η αγορά των ΗΠΑ και τα ψηφιακά έργα του Δημοσίου
Ο κ. Σπυρόπουλος τόνισε ότι η αγορά των ΗΠΑ εμφανίζει μεγάλες προοπτικές με τις πωλήσεις για φέτος να υπολογίζονται στα 40 εκατ. ευρώ από 20 εκατ. ευρώ το 2022. Επίσης, στάθηκε και στα έργα ψηφιοποίησης εγγράφων των υπουργείων που χρηματοδοτούνται και μέσα από το Ταμείο Ανάπτυξης. Ο όμιλος έχει κερδίσει έργα αξίας 40 εκατ. ευρώ -δεν έχουν ακόμη συμβασιοποιηθεί- και εκτιμάται πως από τα ψηφιακά έργα του Δημοσίου ο τζίρος θα ενισχυθεί τα επόμενα τρία χρόνια κατά 100 εκατ. ευρώ.
Γενικότερα, ο όμιλος θα δώσει έμφαση στα digital προϊόντα που έχουν και τα καλύτερα περιθώρια κέρδους. Ειδικότερα, παρέχει προϊόντα και υπηρεσίες ψηφιακής ασφάλειας στους τομείς των πληρωμών, των κρατικών εγγράφων, των μεταφορών, της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και γενικά όπου απαιτούνται υψηλές προδιαγραφές ασφαλείας για εφαρμογές μικροτσίπ.
Η διοίκηση ανέφερε πως για τη χρήση του 2022 θα διανεμηθεί ένα μικρό ποσό ως μέρισμα μέσα στο 2023, της τάξης του 1 εκατ. ευρώ, ενώ από τη χρήση του 2023 ο όμιλος -ανάλογα και με τις επενδυτικές του ανάγκες- θα διανέμει ως μέρισμα το 20%-30% των καθαρών κερδών.
Τέλος, όπως έγινε γνωστό, ο όμιλος έχει «κλειδωμένο» το 70% του δανεισμού του με σταθερά επιτόκια της τάξης του 2,2% - 2,3%.