Άνευ προηγουμένου διαστάσεις λαμβάνει η σύγκρουση κυβέρνησης – τραπεζών, με την κυβέρνηση να προχωρά σε ολομέτωπη επίθεση κατά των πιστωτικών ιδρυμάτων, υπαγορεύοντας αλλαγές στο σύνολο της τιμολογιακής και πιστωτικής τους πολιτικής.
Με ένα παρεμβατισμό που θυμίζει άλλες εποχές, όταν το τραπεζικό σύστημα βρισκόταν προ δεκαετιών υπό τα δεσμά της ασφυκτικής κρατικής ρύθμισης, η κυβέρνηση κλιμακώνει τη σύγκρουση, απαιτώντας αλλαγές σε όλο το φάσμα της τραπεζικής λειτουργίας: από το πως διαμορφώνουν τα επιτόκια μέχρι τις προμήθειες και την πιστωτική τους πολιτική.
Ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις στο θέμα έδωσε η δημόσια παρέμβαση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος κατά τη συνάντησή του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ζήτησε από τις τράπεζες να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν δεδομένης της υψηλής κερδοφορίας τους.
Οι δηλώσεις Μητσοτάκη έγιναν σε συνέχεια του κρεσέντο του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα ο οποίος έθεσε περιθώριο λίγων ημερών στις τράπεζες προκειμένου να προχωρήσουν στην υλοποίηση προγράμματος στήριξης ενήμερων ευάλωτων δανειοληπτών, να πετύχουν αύξηση της εγκρισιμότητας των αιτήσεων του εξωδικαστικού (πάλι για ενήμερους δανειολήπτες), να προχωρήσουν σε αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων και μείωση των επιτοκίων δανείων, καθώς επίσης και σε μείωση του κόστους προμηθειών για 12 τραπεζικές εργασίες, οι οποίες σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών «επιβαρύνουν σημαντικά την ελληνική κοινωνία».
Πρόκειται για μια ασυνήθιστη και εξωθεσμική παρέμβαση: προφανώς δεν είναι δουλειά του υπουργού Οικονομικών να υπαγορεύει το ύψος των επιτοκίων ή το ύψος των προμηθειών σε μια τράπεζα. Δουλειά της πολιτείας είναι να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς μέσω θεσμικών οργάνων, διαμορφώνοντας τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του ανταγωνισμού και επιβάλλοντας κυρώσεις όπου διαπιστώνονται προβλήματα και κακές πρακτικές.
Ακόμα πιο επιθετική ρητορική ακολουθεί η αξιωματική αντιπολίτευση με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, να ζητά φόρο στις τράπεζες, νομοθετική ρύθμιση για τους δανειολήπτες και αλλαγές στα επιτόκια, με τα δυο μεγαλύτερα κόμματα να φαίνεται να βρίσκονται σε μια πλειοδοσία.
Πληροφορίες του Business Daily αναφέρουν ότι τόσο ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) όσο και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν θορυβηθεί από τις παρεμβάσεις και αναμένεται να επικοινωνήσουν τις επόμενες ημέρες και με τις δυο πλευρές, προκειμένου να εκτιμήσουν την κατάσταση.
Αμηχανία και απογοήτευση έχει προκαλέσει στις συστημικές τράπεζες η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, κάνοντας λόγο για απαιτήσεις που προδίδουν άγνοια βασικών εποπτικών κανόνων, επιχειρηματολογία που δεν βασίζεται σε οικονομική λογική και για επιλογές που αντιστρατεύονται κεντρικές στρατηγικές της κυβέρνησης, όπως η εξυγίανση και σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, η πώληση των τραπεζικών μετοχών του ΤΧΣ σε επενδυτές και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Παράλληλα, επισημαίνουν με απογοήτευση τη συνεχή στοχοποίηση του κλάδου.
Επιπλέον, προειδοποιούν για τον κίνδυνο ανατροπής της θετικής πορείας του κλάδου και δημιουργίας μιας νέας γενιάς «κόκκινων» δανείων, χάνοντας τα οφέλη από τη μακρά και δύσκολη περίοδο εξυγίανσης. Σημειώνεται ότι οι τράπεζες έχουν 14 χρήσεις να διανείμουν μέρισμα στους μετόχους τους ενώ για τη δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων την τελευταία τριετία απαιτήθηκαν νέες μεγάλες αυξήσεις κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν από όλες τις συστημικές τράπεζες είτε άμεσα είτε έμμεσα.
Η παρέμβαση Μητσοτάκη και η «βουτιά» στο ΧΑ
Η παρέμβαση του πρωθυπουργού την περασμένη Παρασκευή, σε συνδυασμό με τη ρητορική κατά τραπεζών του κ. Σταϊκούρα, προκάλεσαν αμηχανία στους επενδυτές και ακολούθησε σφυροκόπημα στο Χρηματιστήριο, με τις τραπεζικές μετοχές να σημειώνουν «βουτιά» κατά -3,9%, τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση του τελευταίου τετραμήνου.
Μόλις λίγα 24ώρα πριν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε βρεθεί στο Επενδυτικό Συνέδριο του ΧΑ και της Morgan Stanley, όπου αναφέρθηκε στη μεγάλη πρόοδο της εγχώριας οικονομίας, την εξυγίανση των τραπεζών, ενώ διέψευσε τα περί επιβολής έκτακτου φόρου καθησυχάζοντας τις αγορές.
Χρηματιστηριακοί αναλυτές επισημαίνουν την αντιφατική αυτή εικόνα και την επιδίωξη αντικρουόμενων στόχων: την προώθηση της επενδυτικής ατζέντας στο εξωτερικό, ενώ την ίδια ώρα στο εγχώριο κοινό η κυβέρνηση εμφανίζεται ως διώκτης των τραπεζών, ζητώντας από τις διοικήσεις να προχωρήσουν σε ενέργειες που υπομονεύουν την ποιότητα του ενεργητικού τους και την κερδοφορία τους. Η αντίφαση αυτή προκάλεσε αρκετά ειρωνικά σχόλια και παραλληλισμούς με τις αντιφάσεις της «διαπραγμάτευσης» του πρώτου εξαμήνου του 2015.
Παράλληλα συνδέουν ευθέως την πτώση του ΧΑ, με τις τραπεζικές μετοχές να δέχονται τις ισχυρότερες πιέσεις, με τις δηλώσεις Μητσοτάκη και τις συνεχείς αναφορές στην υψηλή κερδοφορία του κλάδου και την ανάγκη να λάβουν δράσεις που υπονομεύουν την κουλτούρα πληρωμών και την κερδοφορία τους.
Σημειώνεται ότι οι συνεχείς ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο του PSI και του «κουρέματος» των ομολόγων. Η κατάρρευση της κουλτούρας πληρωμών (νόμος Κατσέλη, αναστολή πλειστηριασμών κ.α.) προκάλεσε δυσανάλογη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που σε συνδυασμό με την πολιτική εργαλειοποίηση των «κόκκινων» δανείων και της μη αντιμετώπισής τους οδήγησαν στην αποσταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, την απώλεια της εμπιστοσύνης και σε διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις. Απαιτήθηκαν πολλά χρόνια, μεγάλα κεφάλαια και πολλή ενέργεια, προκειμένου οι τράπεζες στην περίοδο 2020 – 2021 να επανέλθουν σε τροχιά κανονικότητας αν και εξακολουθούν να απέχουν από τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Κυβερνητικές απαιτήσεις και ενοχλητικά δεδομένα
Η κυβέρνηση έχει ζητήσει από τις τράπεζες -και μάλιστα υπό μορφή τελεσιγράφου- να προχωρήσουν σε διάστημα 10 ημερών σε αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, μείωση των επιτοκίων δανείων (με τον Χρ. Σταϊκούρα να χαρακτηρίζει απαράδεκτη τη σημερινή διαφορά επιτοκίων χορηγήσεων - καταθέσεων), μείωση των ακριβών προμηθειών, να δοθεί η δυνατότητα σε ενήμερους δανειολήπτες να ενταχθούν στον εξωδικαστικό και να προχωρήσουν σε διευκολύνσεις προς ευάλωτους ενήμερους δανειολήπτες.
Ο υπουργός Οικονομικών ζητά όλα τα παραπάνω να γίνουν από τις τράπεζες αξιοποιώντας την υψηλή κερδοφορία τους, που φέτος θα φτάσει τα 3,5 δισ. ευρώ.
Τραπεζικές πηγές επισημαίνουν:
- Κερδοφορία – έκτακτος φόρος: Τα κέρδη ύψους 3,5 δισ. ευρώ την εφετινή χρονιά έρχονται μετά από ζημιές 4,6 δισ. ευρώ που υπέστησαν οι τράπεζες το 2021, ενώ προηγήθηκαν ακόμα μεγαλύτερες τα προηγούμενα χρόνια, αποτέλεσμα του δυσθεώρητου ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στην πραγματικότητα, τα κέρδη του 2022 είναι πολύ μικρότερα, καθώς το ήμισυ αφορά κέρδη από μη τραπεζικές εργασίες και συγκεκριμένα από χρηματοοικονομικές πράξεις. Επιπρόσθετα, μεγάλο μέρος των χρηματοοικονομικών κερδών είναι θεωρητικά, καθώς προέρχονται από τα ομόλογα με τη θετική επίδραση στην κερδοφορία να εξουδετερώνεται από την επίπτωση στα κεφάλαια εξαιτίας της ανόδου των αποδόσεων των ομολόγων. Τα περί επιβολής έκτακτου φόρου στερούνται οικονομικής λογικής, δεδομένου ότι πάνω από τα μισά κεφάλαια των τραπεζών είναι αναβαλλόμενη φορολογία και οποιαδήποτε επιπλέον φορολόγηση θα οδηγήσει αμέσως σε ανάγκη αύξησης κεφαλαίων καθώς οι εγχώριες τράπεζες βρίσκονται στο όριο της ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας του Πυλώνα 2 (P2G). Σημειώνεται ότι οι εγχώριες τράπεζες λαμβάνουν χαμηλή βαθμολογία στις εποπτικές αξιολογήσεις της ΕΚΤ με την κερδοφορία (και την απουσία διατηρήσιμου μοντέλου κερδοφορίας), να αποτελεί βασική αδυναμία. Στελέχη τραπεζών επισημαίνουν ότι η αυξημένη κερδοφορία είναι απαραίτητη τόσο για την περαιτέρω μείωση των NPEs προκειμένου αυτά να ευθυγραμμιστούν με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όσο και για να υπάρχει το απαραίτητο «λίπος» για να αντιμετωπιστούν προβλήματα στην εξυπηρέτηση δανείων. Η χαμηλή κερδοφορία και αποδοτικότητα των τραπεζών αποτυπώνεται και στο Χρηματιστήριο, με τις μετοχές του κλάδου να διαπραγματεύονται σε επίπεδα τιμών σημαντικά χαμηλότερα της λογιστικής τιμής τους.
- Σχέδιο Ενίσχυσης Ευάλωτων Ενήμερων Δανειοληπτών. Όπως επισημαίνουν τραπεζικές και εποπτικές πηγές, κάθε αλλαγή σύμβασης μεταξύ τράπεζας και δανειολήπτη που προκαλεί μείωση της παρούσας αξίας των υποχρεώσεων του οφειλέτη, κάτι που ζητά η κυβέρνηση από τις τράπεζας, οδηγεί αυτόματα, σύμφωνα με τους εποπτικούς κανόνες της ΕΚΤ, σε αλλαγή της κατηγορίας του δανείου σε NPE. Με άλλα λόγια, αν υπάρξουν αλλαγές σε ενήμερα δάνεια ύψους 2 ή 4 ή 8 δισ. ευρώ, αλλαγές που οδηγούν σε μείωση της παρούσας αξίας των υποχρεώσεων των οφειλετών, τότε αυτά θα περάσουν στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών ανοιγμάτων, επιβαρύνοντας τις τράπεζες με πρόσθετες προβλέψεις. Όπως σημειώνουν, οι ελληνικές τράπεζες ακόμα δεν έχουν ολοκληρώσει την προσπάθεια μείωσης των NPEs και μια γενικευμένη ρύθμιση θα οδηγούσε σε αυτόματη αύξησή τους, υπονομεύοντας την πρόοδο που έχει επιτευχθεί.
- Προμήθειες. Ο υπουργός Οικονομικών, μιλώντας στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ το περασμένο Σάββατο, σημείωσε ότι «οι τράπεζες χρεώνουν πολύ τους Έλληνες πολίτες και δεν τους αποδίδουν αυτά που πρέπει. Ζήτησα να αξιολογήσουν εντός 10 ημερών 12 συγκεκριμένες προμήθειες». Ωστόσο, η συμβολή των προμηθειών στην κερδοφορία των εγχώριων τραπεζών παραμένει πολύ χαμηλότερη των ευρωπαϊκών δεδομένων, ενώ το 80% των εσόδων από προμήθειες στην Ελλάδα αφορούν προμήθειες από συναλλαγές με επιχειρήσεις και όχι ιδιώτες. Είναι γεγονός ότι το ύψος των προμηθειών σε βασικές τραπεζικές εργασίες στην Ελλάδα είναι υψηλό, ωστόσο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος των τραπεζικών εργασιών, ειδικά προς ιδιώτες, παρέχονται δωρεάν. Σε αντίθεση με άλλες χώρες της ΕΕ, στην Ελλάδα η τήρηση τραπεζικού λογαριασμού δεν επιβαρύνεται με έξοδα. Σημειώνεται ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο χρεώσεις υπάρχουν ακόμα και για φοιτητικούς λογαριασμούς. Για το θέμα των προμηθειών έχει πραγματοποιήσει εκτεταμένο έλεγχο η Επιτροπή Ανταγωνισμού το 2019 χωρίς ακόμα ωστόσο να έχει δημοσιευτεί το σχετικό πόρισμα.
- Απόκλιση επιτοκίων. Η απότομη αύξηση των βασικών επιτοκίων του ευρώ τους τελευταίους μήνες έχει δημιουργήσει μεγάλη διαφορά μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων (το μέσο επιτόκιο νέων καταθέσεων είναι στο 0,05%) έναντι των επιτοκίων δανείων (το μέσα επιτόκιο νέων δανείων φτάνει το 4,86%). Είναι δεδομένο ότι οι τράπεζες θα προχωρήσουν και σε αυξήσεις επιτοκίων στις καταθέσεις, ωστόσο αυτές θα είναι μικρές, γεγονός που οφείλεται στο πλεόνασμα ρευστότητας που υπάρχει στην οικονομία. Το βασικό πρόβλημα των τραπεζών είναι η δυσκολία να μετασχηματίσουν τις καταθέσεις σε αξιόχρεα δάνεια που σημαίνει ότι δεν έχουν κίνητρα να πληρώσουν υψηλότερα επιτόκια. Επιπλέον είναι σαφές ότι η υπερβολική συγκέντρωση του κλάδου, αποτέλεσμα της μεγάλης κρίσης που προηγήθηκε, δεν ευνοεί τον ανταγωνισμό. Επιπλέον, ότι τα υψηλά επιτόκια χορηγήσεων στην Ελλάδα έναντι των Ευρωπαϊκών αντανακλούν δυο ιδιαίτερα εγχώρια χαρακτηριστικά: α) το υψηλότερα επιτόκια αποτέλεσαν επιλογή επιβίωσης των τραπεζών προκειμένου να ενισχύσουν τα έσοδα και να αντιμετωπίσουν το «βουνό» των «κόκκινων» δανείων και β) η δομή της ελληνικής επιχειρηματικότητας χαρακτηρίζεται από πολλές μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, με αδύναμη οικονομική θέση, που δεν είναι σε θέση να αντλήσουν ρευστότητα με καλύτερους όρους. Οι επιχειρήσεις αυτές αν επιχειρούσαν να δανειοδοτηθούν από ευρωπαϊκή τράπεζα θα επιβαρύνονταν με σημαντικά υψηλότερο επιτόκιο από αυτό που πετυχαίνουν στην Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά τις πιέσεις του ΥΠΟΙΚ για τη δυνατότητα ένταξης στον εξωδικαστικό και ενήμερων δανειοληπτών οι τράπεζες επισημαίνουν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να έχει σοβαρή επίπτωση στην κουλτούρα πληρωμών, που σε συνδυασμό με τον γενικότερο θόρυβο που επικρατεί για τις τράπεζες και την καλλιέργεια προσδοκιών, μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικά αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.