Προσπάθεια να παραταθεί για το 2021 η επιβεβλημένη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο φορολογική εξομοίωση των αποσταγμάτων τσίπουρου/ρακής/τσικουδιάς με τα «σκληρά» αλκοολούχα ποτά, καθώς και η υπαγωγή των διήμερων αποσταγματοποιών σε μειωμένο κατά 50% συντελεστή Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, με το σχετικό αίτημα που υπέβαλλε στην Κομισιόν ο υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρα να τελεί υπό διαπραγμάτευση.
Όπως ανέφερε χθες ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Οινοπνευματωδών Ποτών (ΣΕΑΟΠ) Νίκος Καλογιάννης, στο πλαίσιο συνάντησης με εκπροσώπους του Τύπου, «βάσει κοινοτικού κανονισμού το ελληνικό ούζο, μαζί με το γαλλικό ρούμι, είναι τα μοναδικά αποστάγματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που μπορούν να διακινούνται στις εσωτερικές τους αγορές (Ελλάδα και Γαλλία αντίστοιχα) με 50% έκπτωση στην Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης. Το τσίπουρο απολάμβανε παράτυπα το ίδιο καθεστώς με το ούζο εντός της Ελλάδας, ελέω και του γεγονότος ότι οι περισσότερες αποσταγματοποιίες παράγουν και τα δύο προϊόντα. Δυστυχώς, οι μεγάλες ευρωπαϊκές ποτοποιίες προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο, όπως έχει γίνει γνωστό, καταδίκασε την Ελλάδα και ζήτησε την εξίσωση του ΕΦΚ στο τσίπουρο με τα άλλα αλκοολούχα ποτά (ουίσκι, βότκα, τζιν κ.λπ.), Πρέπει να δεχτούμε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και να προσαρμοστούμε».
Το επιχείρημα της χώρας μας είναι ότι οι σχετικές συμβάσεις για τις πρώτες ύλες, οι οποίες παραπέμπουν στον ισχύοντα μειωμένο κατά 50% συντελεστή ΕΦΚ για τα εν λόγω αποστάγματα έναντι του κανονικού συντελεστή, έχουν ήδη συναφθεί και προς τούτο ζητείται η όποια αλλαγή να ισχύσει για την αποσταγματική περίοδο του 2021.
Η φορολογική εξομοίωση, όταν εφαρμοστεί, θα αυξήσει σημαντικά την λιανική τιμή για τα επώνυμα εμφιαλωμένα αποστάγματα: τσίπουρα, τσικουδιά, ρακή. Με βάση τους υπολογισμούς του ΣΕΑΟΠ η τιμή στο ράφι του τσίπουρου θα φτάσει στα 15-16 ευρώ η φιάλη των 700 ml από τα 10,9 ευρώ που είναι σήμερα, δηλαδή αύξηση έως και 46%.
Παράνομη διακίνηση
Ο αντίκτυπος της φορολογικής εξομοίωσης εμπεριέχει και το κίνδυνο περαιτέρω ενδυνάμωσης του φαινομένου της χύμα παράνομης διακίνησης αποσταγμάτων.
Ήδη ο ρυθμός «ελληνοποιήσεων» χύμα τσίπουρου από αγορές όπως Σερβία, Αλβανία βαίνει αυξανόμενος και πέρα από όλες τις στρεβλώσεις που προκαλούν στην εγχώρια ποτοποιία, απειλούν και την διασφάλιση του καθεστώτος «προστασίας» που απολαμβάνουν τα αποστάγματα εντός Ε.Ε αλλά και στο πλαίσιο συμφωνιών με τρίτες χώρες.
Εξομοίωση φόρου και στα σπιτικά καζάνια
Η μεγάλη διαφορά φόρου και το ελλιπές καθεστώς ελέγχου και διανομής χύμα προϊόντων αποτελεί ευθεία απειλή για τον κλάδο και, στο πλαίσιο αυτό, ο Σύνδεσμος προτείνει σε ό,τι αφορά στη φορολόγηση στα σπιτικά καζάνια, δηλαδή των διήμερων αποσταγματοποιών, μηδενική φορολογία για οικιακή χρήση, πχ 100 λίτρα ετησίως, ενώ για τις ποσότητες που θα αφορούν σε εμπορία να εμπίπτουν στο ίδιο φορολογικό καθεστώς με τα εμφιαλωμένα επώνυμα αποστάγματα της ίδιας κατηγορίας.
Ελεύθερη εμφιάλωση
Στο μεταξύ, μη αναστρέψιμη είναι η απόφαση κατάργησης της υποχρέωσης εμφιάλωσης προϊόντων με γεωγραφική ένδειξη εντός της περιοχής της γεωγραφικής ένδειξης στο πλαίσιο της αλλαγής του ευρωπαϊκού κανονισμού για τα αλκοολούχα ποτά.
Μολονότι, στελέχη του συνδέσμου εμφανίζονται καθησυχαστικά, σημειώνοντας ότι «εάν κάποιος επιδιώξει να εμφιαλώσει αποστάγματα εκτός Ελλάδος ότι δε θα καταφέρει να κάνει χρήση της επωνυμίας ούζο ή τσίπουρο, αφού στο τεχνικό φάκελο της Ελλάδας υπάρχουν ρητές προδιαγραφές για το που θα παραχθεί και θα εμφιαλωθεί το κάθε απόσταγμα» επί της ουσίας ο νέος Κανονισμός δεν περιορίζει τις δυνατότητες εμφιάλωσης.
Η «ελεύθερη» εμφιάλωση μπορεί να ανοίξει το δρόμο για εξ’ ολοκλήρου παραγωγή ούζου/τσίπουρου/μαστιχάς κτλ σε οποιοδήποτε περιοχή. Σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της εγχώρια αποσταγματοποιίας, με ένα κεφάλαιο της τάξεως των 300 -500 χιλ. ευρώ μπορεί να δημιουργηθεί αποστακτήριο το οποίο θα έχει τη δυνατότητα να παράγει 600-700 κιβώτια ημερησίως. Σε επίπεδο Ε.Ε. υπάρχουν μεγάλα εμφιαλωτήρια που μπορούν από την επόμενη μέρα να προσθέσουν στις γραμμές τους εμφιάλωση ενός ελληνικού αποστάγματος και θα μπορούσαν να πράξουν το ίδιο και σε ένα «ελληνικού τύπου» αποστάγματος που θα παράγεται στη δική τους περιοχή.
Το ενδεχόμενο αυτό μάλιστα ενισχύεται με γνώμονα ότι τα ελληνικά αποστάγματα εμφανίζουν υψηλές εξαγωγικές αποδόσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στη Γερμανία που αποτελεί την ισχυρότερη αγορά για το ούζο, διατίθενται 1,3 εκατ. κιβώτια ελληνικού ούζου, όταν οι εισαγωγές της χώρας σε τζιν διαμορφώνεται σε 1,2 εκατ. κιβώτια. Συνολικά το 70% της συνολικής παραγωγής να εξάγεται με την αξία των διεθνών πωλήσεων να κυμαίνεται σε περίπου 72 εκατ. ευρώ.