Μπορεί η ΔΕΗ να έχει περιέλθει σε οριακό σημείο, με πολλά προβλήματα και ακόμα περισσότερα ερωτηματικά για το κατά πόσο μπορεί να επανέλθει σε βιώσιμη, υγιή, πορεία, ωστόσο σε ό,τι αφορά τις αμοιβές προσωπικού η εικόνα της εταιρίας εξακολουθεί να θυμίζει τη χρυσή, προ κρίσης εποχή.
Όπως προκύπτει από τις ετήσιες λογιστικές καταστάσεις για το 2018, η ΔΕΗ αν και απασχολεί κατά 13% λιγότερους εργαζόμενους σε σχέση με τον ΟΤΕ (απασχολεί 16.747 εργαζόμενους έναντι 19.343 ατόμων που εργάζονται στον ΟΤΕ), ωστόσο επιβαρύνεται με κατά 40% υψηλότερο μισθολογικό κόστος: συνολικά η ΔΕΗ για μισθούς το 2018 κατέβαλε 790,5 εκατ. ευρώ έναντι 563,7 εκατ. ευρώ που ήταν η αντίστοιχη δαπάνη του ΟΤΕ.
Έτσι το μέσο μισθολογικό κόστος για την ΔΕΗ διαμορφώνεται σε 47.000 ευρώ ανά εργαζόμενο έναντι 29.000 ευρώ για τον μέσο εργαζόμενο του ΟΤΕ, δηλαδή κατά 62% υψηλότερα!
Η μεγάλη αυτή απόκλιση οφείλεται στο γεγονός ότι ο ΟΤΕ, όντας μια εταιρία που πέρασε στον ιδιωτικό τομέα μπόρεσε να προχωρήσει σε κινήσεις εξυγίανσης της λειτουργίας της και αναδιάρθρωσης προσωπικού, και μέσω προγραμμάτων εθελουσίας αποχώρησης μείωσε εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας και προχώρησε σε προσλήψεις νέων εργαζομένων με χαμηλότερο επίπεδο αμοιβών, σε σχέση με τις αμοιβές που προσφέρονταν όταν ήταν ένα κρατικό μονοπώλιο.
Αντίθετα η ΔΕΗ, παραμένει υπό κρατικό έλεγχο και αντιμετωπίστηκε από κυβερνήσεις και δανειστές ως κομμάτι του δημόσιου τομέα. Έτσι, επιβαρύνθηκε με ένα εξαιρετικά αυστηρό θεσμικό πλαίσιο που δεν επιτρέπει στην διοίκηση της εταιρείας να προχωρήσει σε κινήσεις εξορθολογισμού του μισθολογικού κόστους. Σήμερα ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων της ΔΕΗ είναι μεγάλης ηλικίας και βρίσκονται στην ανώτατη κλίμακα αμοιβών, ενώ η εταιρία δεν μπορεί να προχωρήσει σε προγράμματα εθελούσιας αποχώρησης παλαιών εργαζομένων και την πρόσληψη νέων με χαμηλότερες αμοιβές, λόγω των περιορισμών που τις έχουν επιβληθεί. Ασφαλώς το κόστος της ΔΕΗ επιβαρύνεται διαχρονικά απο σειρά επιδομάτων και πρόσθετων αμοιβών που είναι αδιανόητα για τον ιδιωτικό τομέα αλλά και το γεγονός ότι έχει φορτωθεί με εργαζόμενους που δεν θα έπρεπε λόγω κομματικών σκοπιμοτήτων.
Το μισθολογικό κόστος και τα θεσμικά εμπόδια, ως ιδιαίτερα ανασχετικούς λόγους για την εξυγίανση και την ανάκαμψη της ΔΕΗ, υπογράμμισε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, Εμμανουήλ Παναγιωτάκης, κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της εταιρείας για το 2018. Τόνισε ότι «απαιτείται η λήψη σημαντικών θεσμικών μέτρων, στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της εταιρικής λειτουργίας, ώστε να καταστεί δυνατή η ανάληψη των αναγκαίων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Επιβάλλεται η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου που περιορίζει ασφυκτικά την επιχειρηματική της δραστηριότητα, με πρωταρχικό το ζήτημα του συστήματος των προσλήψεων. Ευέλικτο σύστημα προσλήψεων θα επιτρέψει την εφαρμογή συγκεκριμένων προγραμμάτων, με τα οποία θα υπάρξει δραστική μείωση του κόστους και θα ανανεωθεί και θα αναβαθμιστεί ουσιαστικά το Ανθρώπινο Δυναμικό. Η πολιτεία οφείλει να παραμερίσει κάθε είδους αγκυλώσεις, οι οποίες δεν εδράζονται σε καμία λογική, ιδιαίτερα εφόσον παραμένει η στρατηγική του δημοσίου ελέγχου».
Το υψηλό μισθολογικό κόστος, ασφαλώς είναι μια από τις αιτίες για την κακή πορεία της αγοράς ωστόσο δεν είναι ούτε η μόνη, ούτε μεγαλύτερη. Οι ευθύνες των κυβερνήσεων διαχρονικά, των συνδικαλιστικών ηγεσιών που αντιμετώπιζαν την εταιρία ως «το μαγαζί μας», του πολιτικού προσωπικού που αξιοποίησε τη ΔΕΗ ως μέσο τακτοποίησης κομματικής πελατείας και ως μέσο άσκησης μιας δήθεν κοινωνικής πολιτικής, αλλά και ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα που επωφελούνταν από την κατάσταση της ΔΕΗ, είναι οι βασικοί και κύριοι παράγοντες για το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει σήμερα η εταιρία και την μεγάλη αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα.
Η προειδοποίηση της ΕΥ
Σύμφωνα με την ΕΥ, η οποία υπέγραψε τις λογιστικές καταστάσεις της ΔΕΗ: «Εφιστούμε την προσοχή σας στη σημείωση 3.1 των οικονομικών καταστάσεων, στην οποία επισημαίνεται ότι η Εταιρεία και ο Όμιλος στην κλειόμενη χρήση παρουσιάζουν μειωμένα έσοδα και υψηλές ζημίες προ φόρων, ενώ κατά την 31 Δεκεμβρίου 2018 οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της Εταιρείας και του Ομίλου υπολείπονταν κατά €949εκ. και €708εκ. των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεών τους, αντίστοιχα. Με βάση τις εκτιμήσεις της διοίκησης οι ανωτέρω συνθήκες οι οποίες αναμένεται να συνεχιστούν κατά τη διάρκεια των επομένων δώδεκα μηνών μεμονωμένα αλλά και στο σύνολό τους μαζί με άλλα θέματα όπως αυτά περιγράφονται στη σημείωση 3.1, υποδηλώνουν την ύπαρξη ουσιώδους αβεβαιότητας η οποία ενδεχομένως θα εγείρει σημαντική αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της Εταιρείας και του Ομίλου να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους. Η γνώμη μας δεν τροποποιείται σε σχέση με το θέμα αυτό».
(Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο economistas.gr στις 26/04/2019)