Σε μια χώρα που έχει υποστεί ιστορικών διαστάσεων αποβιομηχάνιση, με το κλείσιμο δεκάδων μεγάλων παραγωγικών επιχειρήσεων τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, είναι αξιομνημόνευτη η επιστροφή μιας ιστορικής βιομηχανίας που την τελευταία δεκαετία έχει πραγματοποιήσει ένα από τα πλέον θεαματικά turn around story.
Ο λόγος για την εταιρεία Παπουτσάνης, μια βιομηχανία με μεγάλη ιστορία, που «πατά» σε τρεις αιώνες, πέρασε δια πυρός και σιδήρου, έφτασε ένα βήμα πριν το κλείσιμο εν μέσω αποτυχημένων επιλογών στο management, όμως χθες ανακοίνωσε τα καλύτερα αποτελέσματα τουλάχιστον των τελευταίων είκοσι ετών. Η «επιστροφή» μιας εταιρείας με 151 χρόνια ιστορία που απασχολεί 130 εργαζόμενους στη Ριτσώνα της Εύβοιας και διατηρεί ένα από τα πιο σύγχρονα εργοστάσια σαπουνιού στην Ευρώπη, είναι εξαιρετικά θετικό γεγονός.
Το 2010, η εταιρεία έφτασε ένα βήμα πριν το οριστικό «λουκέτο», όμως με τις κατάλληλες αλλαγές στο management, «γύρισε» μέσα στη διάρκεια της μεγάλης της κρίσης, ενώ προ τετραετίας επέστεψε στην κερδοφορία, παρουσιάζοντας μάλιστα διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια. Μέσα στην κρίση, από το 2010 έως το 2020 η εταιρεία υπερτριπλασίασε τον κύκλο εργασιών της, καθώς από τα 12,9 εκατ. ευρώ το 2010 έφτασε το 2020 στα 40,8 εκατ. ευρώ. Το 2017 ο κύκλος εργασιών ήταν στα 20,8 εκατ. ευρώ, το 2018 στα 24,2 ευρώ και το 2019 στα 30,6 εκατ. ευρώ.
Το κομβικό 2010, οι επενδύσεις και η επιστροφή στην ιστορική ονομασία
Το 2010 ήταν κομβικό έτος, εν μέσω απεργιακών κινητοποιήσεων, κάκιστων αποτελεσμάτων, διόγκωσης ζημιών, υψηλού δανεισμού και με τη μετοχή σε επιτήρηση. Τότε, το management ανέλαβαν οι Γεώργιος Γκάτζαρος και Μενέλαος Τασσόπουλος, που βρίσκονται και τώρα στο τιμόνι. Σταδιακά απέκτησαν και την πλειοψηφία των μετοχών από τον όμιλο Δαυίδ, στον οποίο είχε πωληθεί η Παπουτσάνης από το 1990, ενώ στα τέλη του 2010 ολοκληρώθηκε αύξηση κεφαλαίου 12 εκατ. ευρώ που έδωσε σημαντικές ανάσες για κεφάλαια κίνησης, προμήθεια πρώτων υλών και αποπληρωμή υποχρεώσεων. Κατόπιν, επανήλθε η ιστορική ονομασία Παπουτσάνης, δεδομένου ότι πρωτύτερα και για αρκετά χρόνια είχε μετονομαστεί (απολύτως ατυχώς) σε Plias.
Αυτή τη δεκαετία επενδύθηκαν περί τα 40 εκατ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό της μονάδας, τη νέα αυτοματοποιημένη γραμμή συσκευασίας καλλυντικών, νέα γραμμή παραγωγής ξενοδοχειακών σαπουνιών κ.α. Πλέον, είναι η κορυφαία ελληνική εταιρεία στον τομέα της και μεταξύ των τριών μεγαλύτερων παραγωγών σαπουνιών στην Ευρώπη. Διαθέτει τη μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής του είδους στη ΝΑ Ευρώπη, απολύτως καθετοποιημένη και μία από τις πιο εξελιγμένες τεχνολογικά σε όλη την Ευρώπη.
Η εταιρεία από την περασμένη άνοιξη, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, μπήκε στην παραγωγή βιοκτόνων και απολυμαντικών με χρήση οινοπνεύματος. Διαθέτοντας την παραγωγική ικανότητα και ευελιξία να καλύψει άμεσα και στο μεγαλύτερο βαθμό τις ανάγκες της χώρας, η εταιρεία κατάφερε να λάβει την έγκριση των αρμοδίων αρχών για την παραγωγή των συγκεκριμένων προϊόντων. Η κατηγορία των αντισηπτικών προϊόντων αναπτύσσεται συνεχώς και πλέον αριθμεί μία γκάμα δέκα διαφορετικών κωδικών σε εύρος μεγεθών και συσκευασιών, προκειμένου να ανταποκριθεί σε διαφορετικές ανάγκες και περιστάσεις, τόσο σε επίπεδο ατομικής χρήσης όσο και για τις ανάγκες βιομηχανικών και εταιρικών πελατών, μεγάλων καταστημάτων και ξενοδοχείων.
Νέα προϊόντα και έμφαση στις εξαγωγές
H Παπουτσάνης κατέχει ηγετική θέση στην κατηγορία σαπουνιού σε μπάρες, αποτελώντας το μεγαλύτερο προμηθευτή ξενοδοχειακών προϊόντων προσωπικής περιποίησης στην Ελλάδα. Συνολικά, παράγει πάνω από 150.000.000 τεμάχια ετοίμου προϊόντος ετησίως και πραγματοποιεί εξαγωγές σε περισσότερες από 25 χώρες, σε Ευρώπη, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία ενώ υπάρχει στόχευση για άνοιγμα σε αγορές Ασίας και ειδικά οι χώρες της Κίνας και της Νότιας Κορέας.
Τα ξενοδοχειακά προϊόντα της Παπουτσάνης (Olivia, Skin Essentials, Karavaki) και τα ξενοδοχειακά προϊόντα Κορρέ -σε συνεργασία με την ομώνυμη εταιρεία καλλυντικών- διανέμονται στις μεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες και τουριστικές μονάδες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Διψήφια ανάπτυξη και το 2021, εκτιμά η διοίκηση
Το 2020 η Παπουτσάνης είχε κύκλο εργασιών 40,8 εκατ. ευρώ (+33%), το EBITDA έφτασε στα 7,5 εκατ. ευρώ έναντι 3,8 εκατ. το 2019, ενώ τα καθαρά κέρδη ανήλθαν στα 3,8 εκατ. ευρώ, έναντι 1,3 εκατ. ευρώ το 2019 (+184%). Όπως τόνισε χθες η διοίκηση κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων, στόχος για το 2021 είναι η αύξηση των πωλήσεων στον ξενοδοχειακό τομέα συγκριτικά με το 2020, με στόχο το 50% των επιδόσεων του 2019. Το 2020 οι πωλήσεις στην ξενοδοχειακή αγορά είχαν πτώση κατά 66% συγκριτικά με το 2019.
Η εταιρεία προσβλέπει σε καλύτερη τουριστική σεζόν φέτος, αλλά και στην έναρξη των συμφωνιών με μεγάλες ξένες ξενοδοχειακές αλυσίδες, που είχαν συναφθεί από πέρυσι, αλλά πήγαν πίσω λόγω της πανδημίας. Η διοίκηση κάνει υψηλότερες εκτιμήσεις για τις φετινές πωλήσεις σαπωνόμαζας, ενώ συνεχίζεται να είναι υψηλή η ζήτηση σε προϊόντα υγιεινής και απολυμαντικά. Μάλιστα, θα κάνει περαιτέρω άνοιγμα στα αντισηπτικά επιφανειών που χρησιμοποιούνται για νοσοκομειακές και βιομηχανικές χρήσεις.
Έως τον προσεχή Ιούνιο θα έχει ολοκληρωθεί το επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 10 εκατ. ευρώ που είχε ανακοινωθεί πέρυσι και περιελάβανε μεταξύ άλλων την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας και τη δυνατότητα παραγωγής νέων προϊόντων. Το 2019 η εταιρεία είχε κάνει δύο επιστροφές κεφαλαίου, ενώ για το 2020 θα προτείνει μέρισμα 0,05 ευρώ ανά μετοχή. Οι εξαγωγές ανήλθαν σε 20 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας άνω του 49% του συνολικού κύκλου εργασιών, έναντι 15 εκατ. της προηγούμενης χρήσης.
Η πορεία στο Χρηματιστήριο
Αντανακλώντας την επιχειρηματική πορεία της εταιρείας τα τελευταία χρόνια, η μετοχή της Παπουτσάνης καταγράφει ράλι +1.517% από το χαμηλό των 0,1410 ευρώ που βρέθηκε προ 4ετίας, τον Φεβρουάριο του 2017. Από τις χρήσεις που η εταιρεία επέστρεψε στα κέρδη, η μετοχή κινήθηκε αναλόγως. Το 2017 η μετοχή είχε άνοδο 43,65%, το 2018 έκανε ράλι κατά 278%, το 2019 κέρδισε 71,34% και το 2020 έκλεισε στο +45%. Το 2021 υποχωρεί σε ποσοστό 8%.
Επιβεβαιώνοντας την καλή πορεία, στις 27 Μαΐου 2019 η μετοχή προβιβάστηκε στο δείκτη μεσαίας κεφαλαιοποίησης του X.A. (Mid Cap). Πλέον η μετοχή βρίσκεται στα 2,28 ευρώ με κεφαλαιοποίηση 61,3 εκατ. ευρώ.
Ιστορία 151 ετών
Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1870 στο Πλωμάρι της Λέσβου από τον Δημήτρη Παπουτσάνη, ο οποίος με πρώτη ύλη τα φυτικά έλαια ίδρυσε τη φερώνυμη σαπωνοποιία, καθώς αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα την ανάγκη της σαπωνοβιομηχανίας. Το 1899 οι τρεις γιοί του ίδρυσαν την πρώτη εταιρεία Παπουτσάνης, ενώ το 1913 οι εγκαταστάσεις μεταφέρθηκαν στον Πειραιά.
Από το 1917 έως το 1936 που ξεκίνησε η αρωματική σαπωνοποιία, το εργοστάσιο Παπουτσάνη του Πειραιά παρήγε πράσινο σαπούνι μπουγάδας και κύβους σαπουνιού Μασσαλίας. Το διώροφο αυτό εργοστάσιο λειτούργησε έως το χειμώνα του '44, οπότε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά στο βομβαρδισμό του Πειραιά. Ένα χρόνο μετά το βομβαρδισμό φτιάχτηκε νέο εργοστάσιο, ενώ το 1967 η μονάδα μεταφέρθηκε στην Κάτω Κηφισιά, όπου χτίστηκαν καινούριες εγκαταστάσεις.
Η εταιρεία εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών στις 16 Αυγούστου του 1972, ενώ στις αρχές του 1990 η οικογένεια Παπουτσάνη μεταβίβασε τις μετοχές στον όμιλο Δαυίδ. Το 2001 δημιουργήθηκε το σύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής προϊόντων προσωπικής φροντίδας στη Ριτσώνα Ευβοίας, σε οικόπεδο 60.000τμ..