Με στόχο να αγγίξει τα τρία δισ. ευρώ σε πωλήσεις μέχρι το 2023, ο ισπανικός όμιλος καλλυντικών και αρωμάτων Puig, στον έλεγχο του οποίου έχει περάσει ολοκληρωτικά από την αρχή του έτους πλέον η ελληνική εταιρεία φυσικών καλλυντικών Apivita, προχώρησε σε αναδιάρθρωση των επιμέρους επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του.
Η πανδημία επηρέασε σαφώς τα μεγέθη του ισπανικού ομίλου, με τις πωλήσεις να εκτιμάται ότι φέτος θα υπερβούν ελαφρώς τα 2 δισ ευρώ, μετά από την κάμψη τους σχεδόν κατά 25% το 2020, σε 1,5 δισ ευρώ. Το 2019, ο τζίρος της Puig άγγιξε τα 2 δισ ευρώ, φθάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο στην ιστορία της εταιρείας, ενώ τα κέρδη μετά φόρων ανήλθαν σε 226 εκατ ευρώ.
Πλέον, τα 3 δισ ευρώ είναι ο βασικός στόχος για το 2023 και τα 4 δισ. ευρώ κατ’ ελάχιστον για το 2025. Στον ίδιο χρονικό ορίζοντα, η Κίνα αναδεικνύεται σε αγορά - κλειδί για τον ισπανικό όμιλο, καθώς αναμένεται να συνεισφέρει το 25% του συνολικού του τζίρου, ενώ μόνο το ψηφιακό κανάλι εκτιμάται ότι θα συνεισφέρει το 30% των συνολικών πωλήσεων μέσα στην επόμενη τετραετία.
Διαβλέποντας ήδη σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης σε κάποια brands έναντι άλλων, ο όμιλος δημιουργεί τρία επιμέρους τμήματα: “Beauty & Fashion”, “Derma” (στο οποίο εντάσσεται μεταξύ άλλων και η Apivita) και “Charlotte Tilbury”. Στον πυρήνα της ανάγκης επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής της, η Puig τοποθετεί τις τελευταίες εξελίξεις σε ό,τι αφορά την διεθνή αγορά καλλυντικών, με αιχμή το γεγονός ότι κάποια μεγάλα brands αρωμάτων δεν αποδίδουν πλέον τους προσδοκόμενους καρπούς. Ως αποτέλεσμα, κάποιες μεγάλες συνεργασίες είτε έχουν ολοκληρωθεί και δεν θα ανανεωθούν, είτε ολοκληρώνονται σύντομα, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις συνεργασίες με τους οίκους Prada και Valentino.
Ενσωματώνοντας την Apivita, την Uriage καθώς επίσης και την Isdin στο τμήμα Derma, η Puig καθίσταται ο τρίτος μεγαλύτερος ευρωπαϊκός όμιλος δερμοκαλλυντικών, μετά την Pierre Fabre και την L’Oreal, διαθέτοντας μάλιστα δύο brands στο top 10 των δερμοκαλλυντικών που διατίθενται στα φαρμακεία. Υπενθυμίζεται ότι ο ιδρυτής της Apivita, κ. Νίκος Κουτσιανάς, πώλησε στο τέλος του 2020 το μειοψηφικό πακέτο μετοχών που κατείχε, παραδίδοντας τα ηνία της πρωτοποριακής ελληνικής εταιρείας στον Manuel Puig, πρόεδρο πλέον του ΔΣ της Apivita και αντιπρόεδρο του ισπανικού ομίλου, ο οποίος κατείχε ήδη πλειοψηφικό πακέτο μετοχών από το 2017.
Ακολουθώντας τις τάσεις της αγοράς, η Puig διαβλέπει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης κάποιων niche brands, οπως τα Penhalligon’s και L’Artisan Parfumeur, τα οποία εξαγόρασε πρόσφατα και στα οποία προτίθεται να επενδύσει. Τα brands αυτά μαζί με τα ιδιόκτητα Paco Rabanne, Carolina Herrera, Jean Paul Gaultier, NIna Ricci και Dries Van Noten, καθώς και σήματα που ο ισπανικός όμιλος αναπτύσσει μέσω licensing, περιέρχονται πλέον στο τμήμα Fashion & Beauty. Κατόπιν αυτών, η Puig αναδεικνύεται διεθνώς στον πέμπτο μεγαλύτερο όμιλο σε ό,τι αφορά τα prestige αρώματα, με μερίδιο αγοράς που εκτιμάται ότι αγγίζει το 10%.
Τέλος, το τμήμα Charlotte Tilbury θα διαθέτει την ομώνυμα σειρά καλλυντικών και ειδών μακιγιάζ, στην οποία η Puig εξαγόρασε πλειοψηφικό πακέτο μετοχών τον περασμένο Ιούνιο, διαβλέποντας σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης για το brand με την υπογραφή της κορυφαίας Βρετανίδας make-up artist.
Υπογραμμίζοντας τη δέσμευση της στην αγορά των prestige αρωμάτων και μεσούσης της πανδημίας, η εταιρεία ανέπτυξε εξειδικευμένο λογισμικό με την ονομασία Ailice, προκειμένου να βοηθήσει τους καταναλωτές να διαλέξουν το άρωμα που τους ταιριάζει χωρίς να το δοκιμάσουν στο δέρμα τους. Σκανάροντας με την κάμερα του έξυπνου κινητού τηλεφώνου του το ειδικό QR code που βρίσκεται επάνω στην συσκευασία του αρώματος που τον ενδιαφέρει, ο καταναλωτής λαμβάνει όλες τις πληροφορίες σχετικά με την σύνθεση και τα βασικά συστατικά του, προκειμένου να αποφασίσει εάν τον ενδιαφέρει να το αγοράσει. Η πρωτοποριακή αυτή τεχνολογία είναι ήδη διαθέσιμη σε όλες τις μπουτίκ αρωμάτων Penhaligon’s στη Βρετανία και την Ασία κι απαντά ευθέως στις προκλήσεις της μετά-covid εποχής.
Σημειώνεται ότι μόνο τα αρώματα με την υπογραφή των Paco Rabanne και Carolina Herrera πραγματοποιούν ετήσιες πωλήσεις που αγγίζουν το 1 δισ. ευρώ έκαστο, ενώ η Apivita μαζί με άλλα brands όπως τα Christian Louboutin, Jean Paul Gaultier και Penhaligon’s πραγματοποιούν πωλήσεις που κυμαίνονται μεταξύ 100 εκατ. και 500 εκα.τ ευρώ ετησίως, μεγέθη που σχεδόν προεξοφλούν θετικότερες επιδόσεις τα επόμενα χρόνια. Η Puig στοχεύει τέλος στην περαιτέρω ισχυροποίηση της θέσης της σε νέες εταιρείες στις οποίες εξαγόρασε πρόσφατα μειοψηφικά πακέτα μετοχών, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την κολομβιανή εταιρεία Loto del Sur και την ινδική Kama Ayurveda, περαιτέρω εμπλουτίζοντας το διεθνές “οικοσύστημα” ανεξάρτητων επιχειρηματιών που στηρίζει τα τελευταία χρόνια.