Το δυσμενές περιβάλλον για τα πολυτελή αγαθά φαίνεται ότι έπληξε και τον κολοσσό των καλλυντικών, την αμερικανική Estée Lauder, η οποία παρουσιάζει κάμψη πωλήσεων 4% κατά το πρώτο τρίμηνο της νέας χρήσης 2024/25 και υψηλές ζημίες, καθώς οι περισσότερες κατηγορίες προϊόντων της εμφανίζουν μείωση εσόδων.
Η αρνητική εξέλιξη στις οικονομικές επιδόσεις του ομίλου ανάγκασε μάλιστα την διοίκηση να αποσύρει την πρόβλεψη της για την τρέχουσα δωδεκάμηνη χρήση, επικαλούμενη το ασταθές διεθνές περιβάλλον αλλά και την συσσωρευμένη συρρίκνωση των πωλήσεων ειδικά στην Κίνα κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες σωρευτικά από το 2022.
Ειδικότερα, ο τζίρος της εταιρείας υποχώρησε σε 3,36 δισ. δολάρια το πρώτο τρίμηνο της νέας χρήσης, έναντι 3,52 δισ το αντίστοιχο περσινό διάστημα, με την σημαντικότερη κάμψη να καταγράφεται στην περιοχή της Ασίας, σε ποσοστό 11%, εξέλιξη που αποδίδεται εν πολλοίς και στην κάμψη των ταξιδιωτικών λιανικών πωλήσεων.
Ο όμιλος παρουσίασε λειτουργικές ζημίες ύψους 121 εκατ δολαρίων το υπό εξέταση διάστημα, έναντι κερδών 98 εκατ δολαρίων πέρσι, με τις απώλειες σε σταθερό νόμισμα να αγγίζουν το 23%, ανεβάζοντας τις ζημίες σε 133 εκατ δολάρια. Η κατηγορία δε των προϊόντων περιποίησης δέρματος εμφάνισε μείωση πωλήσεων κατά 8%, η οποία αποδίδεται στην διψήφια υποχώρηση του τζίρου στις μάρκες La Mer και Estée Lauder στην κινεζική αγορά.
Στο ίδιο μοτίβο, η κατηγορία περιποίησης μαλλιών εμφάνισε μειωμένα έσοδα κατά 6% το πρώτο τρίμηνο φέτος σε σχέση με πέρσι, κυρίως εξαιτίας των απογοητευτικών επιδόσεων της μάρκας Aveda, ενώ στην κατηγορία μακιγιάζ, οι πωλήσεις υποχώρησαν κατά 2%, εξαιτίας κυρίως των απογοητευτικών επιδόσεων στις μάρκες MAC και Too Faced.
Η πρώτη δείχνει να επηρεάζεται από την αναταραχή στις αγορές της Μέσης Ανατολής, ενώ η δεύτερη εμφανίζει μειωμένες πωλήσεις στην αμερικανική αγορά. Μόνη θετική εξέλιξη αποτελούν οι καλές επιδόσεις της μάρκας Clinique, η οποία παρουσίασε διψήφια αύξηση εσόδων διεθνώς, χάριν στα δημοφιλή της κραγιόν αλλά και το λανσάρισμα των προϊόντων της φίρμας στο ηλεκτρονικό κατάστημα της Amazon στις ΗΠΑ.
Αναπάντεχη μείωση εσόδων καταγράφηκε ωστόσο στην κατηγορία των αρωμάτων, σε ποσοστό 1%, στοιχείο που προβλημάτισε τους αναλυτές, δεδομένης της θετικής πορείας της συγκεκριμένης κατηγορίας προϊόντων τους τελευταίους μήνες. Εξαίρεση δείχνει να αποτελεί η φίρμα Jo Malone, η οποία παρέμεινε σε διψήφια ανάπτυξη στην Κίνα και διεύρυνε τα μερίδια αγοράς της και στην Ιαπωνία.
Η εταιρεία αναμένει πάντως καλές επιδόσεις στην κατηγορία πολυτελών προϊόντων περιποίησης prestige κατά το δεύτερο τρίμηνο της χρήσης, δεδομένης και της χαμηλής έστω μονοψήφιας αύξησης κατά το πρώτο τρίμηνο των πωλήσεων, εξαιρουμένων όμως των ταξιδιωτικών εσόδων.
Κατά τα άλλα, η διοίκηση της ELC απέσυρε τις προβλέψεις της για το σύνολο της χρήσης, δεδομένης της διεθνούς αναταραχής, ενώ προσβλέπει σε καλύτερες επιδόσεις βραχυπρόθεσμα, δεδομένων και των ανακατατάξεων σε κορυφαίες στελεχιακές θέσεις. Ειδικότερα, ο Stéphane de la Faverie θα διαδεχθεί τον Fabrizio Freda στην θέση του διευθύνοντα συμβούλου τον Ιανουάριο, ενώ μέσα στον Νοέμβριο ο Akhil Shrivastava θα αντικαταστήσει την Tracey T. Travis, στην θέση του εκτελεστικού αντιπροέδρου και Οικονομικού Διευθυντή.
Ζημιές και στην Ελλάδα
Αξίζει να σημειωθεί ότι και στην χώρα μας, ο αμερικανικός κολοσσός είχε μία δύσκολη χρονιά το 2023, παρουσιάζοντας σημαντική κάμψη εσόδων αλλά και ζημίες. Συγκεκριμένα, οι πωλήσεις της Εστέ Λώντερ Ελλάς βυθίστηκαν κατά 19% έναντι του 2022, υποχωρώντας σε 55,23 εκατ ευρώ έναντι 68,12 εκατ ευρώ το προηγούμενο έτος, ενώ οι ζημίες προ τόκων και φόρων διευρύνθηκαν σε 7,88 εκατ ευρώ, από ζημίες ύψους 2,23 εκατ ευρώ το προηγούμενο έτος.
Η δυσμενής εξέλιξη αποδίδεται στην επιβράδυνση των καταναλωτικών δαπανών εξαιτίας της διεθνούς γεωπολιτικής αβεβαιότητας και του συνακόλουθου πληθωρισμού, με αποτέλεσμα και οι ζημίες μετά φόρων να διογκωθούν σε 8,59 εκατ ευρώ το έτος που πέρασε, από 3,82 εκατ ευρώ το προηγούμενο έτος. Ως εκ τούτου, η διοίκηση της ελληνικής θυγατρικής διατηρεί επιφυλάξεις για την εξέλιξη των μεγεθών της και κατά το τρέχον έτος, δεδομένων των συνεχιζόμενων εχθροπραξιών διεθνώς και της επίδρασης τους στην αγοραστική δύναμη του Έλληνα καταναλωτή.