Ένας νέος παίκτης με υποστήριξη από family office του Γιάννη Βαρδινογιάννη και με στελέχη με πολυετή εμπειρία στο χώρο εισέρχεται στην ελληνική αγορά κυβερνοασφάλειας. Η ThreatScene Greece στοχεύει να ενισχύσει την ψηφιακή άμυνα των ελληνικών επιχειρήσεων και να δημιουργήσει ένα οικοσύστημα συνεργασιών που θα τις ενισχύσει απέναντι στις ολοένα αυξανόμενες κυβερνοεπιθέσεις.
Στη μετοχική σύνθεση της εταιρείας μετέχει το family office του Γιάννη Βαρδινογιάννη, ενώ CEO της εταιρείας είναι η κ. Κατερίνα Τασιοπούλου, πρώην κορυφαίο στέλεχος της IBM με πολυετή εμπειρία στο χώρο. Το ΔΣ της εταιρείας απαρτίζεται από τον Νικόλαο Γιαννακάκη (επικεφαλής τεχνολογίας του ομίλου Motor Oil) στη θέση του προέδρου, και μέλη τους Βαρδή Βαρδινογιάννη, Αλέξανδρο Μπρέγιαννη (CEO της Nova ICT) και Γεώργιο Μενεξή (επικεφαλής της Scytalys).
Όπως επισημαίνουν στελέχη της εταιρείας, η ThreatScene έχει θέσει ως πρωταρχικό της στόχο την ενίσχυση του τομέα της κυβερνοασφάλειας σε εθνικό επίπεδο και να γίνει η χώρα κόμβος επιχειρηματικότητας και προσέλκυσης επενδύσεων, καλύπτοντας το κρίσιμο κενό που υπάρχει στην αγορά. Η εταιρεία υπογραμμίζει ότι «οι απειλές που αναπτύσσονται στον κυβερνοχώρο δεν περιορίζονται πλέον σε επιθέσεις κατά μεμονωμένων ατόμων ή επιχειρήσεων, αλλά έχουν τη δυνατότητα να διαταράξουν κρίσιμες υποδομές, να επηρεάσουν την οικονομία και να θέσουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια».
Στα άμεσα σχέδιά της εταιρείας είναι η περαιτέρω επέκταση του δικτύου συνεργασιών για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πλαισίου ασφάλειας που θα ενισχύει την ανθεκτικότητα της χώρας απέναντι στις συνεχώς εξελισσόμενες απειλές του κυβερνοχώρου. Ήδη η ThreatScene Greece έχει προχωρήσει σε στρατηγικές συνεργασίες με οργανισμούς σε κρίσιμους τομείς, όπως η Motor Oil Hellas, η EFA Group, η Nova ICT και η ExelasisLtd.
Σημαντικά περιθώρια εξέλιξης της ελληνικής αγοράς
Η κυβερνοασφάλεια αποτελεί ένα ολοένα και πιο σημαντικό ζήτημα στην Ελλάδα, καθώς η ανάγκη για προστασία από κυβερνοαπειλές αυξάνεται ραγδαία. Οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί αναζητούν συνεχώς νέες λύσεις για να θωρακίσουν τα δεδομένα τους, γεγονός που έχει οδηγήσει σε έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών που προσφέρουν υπηρεσίες κυβερνοασφάλειας. Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύονται σημαντικά ζητήματα σχετικά με τις στρατηγικές, τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες στην ελληνική αγορά.
Η ζήτηση για υπηρεσίες κυβερνοασφάλειας αναμένεται να αυξηθεί στο προσεχές μέλλον, καθώς όλο και περισσότερες επιχειρήσεις επικεντρώνονται στην ψηφιακή τους άμυνα, την ίδια στιγμή που οι κυβερνοεπιθέσεις αυξάνονται συνεχώς και σύμφωνα με στοιχεία της CheckPoint, οι ελληνικές επιχειρήσεις δέχονται 1.085 κυβερνοεπιθέσεις κατά μέσο όρο σε εβδομαδιαία βάση.
Όπως επισημαίνουν στελέχη του κλάδου στο BD, «η ελληνική αγορά κυβερνοασφάλειας παρουσιάζει σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης, παρά τις προκλήσεις. Με την αυξανόμενη ανάγκη για ψηφιακή προστασία, ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των εταιρειών αναμένεται να ενταθεί, οδηγώντας σε περαιτέρω καινοτομίες και βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών».
Επισημαίνουν πως καθώς ενισχύονται οι υποδομές και οι επενδύσεις σε εκπαίδευση και καινοτομία, αλλά και η συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, μπορούν να οδηγήσουν την Ελλάδα να εξελιχθεί σε σημαντικό παίκτη στον τομέα της κυβερνοασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή, «καθώς υπάρχουν ήδη αρκετές σημαντικές ελληνικές εταιρείες που προσφέρουν ποικίλες λύσεις που καλύπτουν τις ανάγκες τόσο των μεγάλων επιχειρήσεων όσο και του δημόσιου τομέα».
Εταιρείες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη του κλάδου και προσφέρουν εξειδικευμένες λύσεις και υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες τόσο των μικρών όσο και των μεγάλων επιχειρήσεων. Όπως υπογραμμίζουν «η συνεχής εξέλιξη των απειλών και η αυξανόμενη ζήτηση για προστασία καθιστούν αυτήν την αγορά ιδιαίτερα ανταγωνιστική και ζωτική για την ψηφιακή ασφάλεια της χώρας».
Στην ελληνική αγορά δραστηριοποιούνται ήδη μεγάλοι παίκτες όπως η Obrela Security Industries (συμμετέχουν στο μετοχικό της κεφάλαιο το Latsco Family Office της Μαριάννας Λάτση, αλλά και το EOS Capital Partners), η Adaptit, η επίσης ελληνική CBSLan που δημιουργήθηκε από τη συνεργασία της Cosmos Business Systems με την Lancom. Σημαντική παρουσία καταγράφουν επίσης οι: Adacom, Space Hellas, Pylones Hellas, CheckPoint, CISCO, καθώς και η Unisystems του ομίλου Quest, αλλά και συμβουλευτικές όπως η KPMG, που προσφέρουν μια ευρεία γκάμα από λύσεις κυβερνοασφάλειας, διαχείρισης κρίσιμων πληροφοριακών συστημάτων, cloudsecurity, προστασία δεδομένων, παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για τη βελτιστοποίηση της ασφάλειας,αλλά και υπηρεσίες συμμόρφωσης με τους κανονισμούς.
Η κοινοτική Οδηγία - κλειδί
Περαιτέρω ώθηση στην αγορά θα δώσει και η ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας NIS2, που παρουσίασε πρόσφατα στο υπουργικό συμβούλιο ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Δημήτρης Παπαστεργίου και στοχεύει στην αναβάθμιση της ανθεκτικότητας της χώρας έναντι κυβερνοαπειλών, με τη δημιουργία ενός ασφαλούς και ανταγωνιστικού ψηφιακού περιβάλλοντος. Το νομοσχέδιο επίσης επιδιώκει την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών και των επιχειρήσεων στις ψηφιακές υπηρεσίες, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ανταλλαγή πληροφοριών και στην επικοινωνία µεταξύ Οργανισμών και Εθνικών Αρχών, καθώς και στη διευρωπαϊκή συνεργασία.
Υπενθυμίζουμε πως η Οδηγία NIS2 αφορά όλες τις μεσαίες επιχειρήσεις (απασχολούν από 50 έως 250 εργαζομένους και έχουν κύκλο εργασιών έως 250 εκατ. ευρώ) ή και μεγάλες επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται ενδεικτικά στους τομείς της Ενέργειας, των Μεταφορών, της Υγείας, υπηρεσιών cloud και datacenters, τηλεπικοινωνιών, παραγωγής και διανομής τροφίμων, παραγωγής χημικών προϊόντων, φαρμακευτικών προϊόντων, διαχείρισης λυμάτων και αποβλήτων, εταιριών ταχυμεταφορών. Επίσης αφορά, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, τους παρόχους δημόσιων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης, μητρώα ονομάτων τομέα ανωτάτου επιπέδου και παρόχους υπηρεσιών συστήματος ονομάτων τομέα.
Όπως είχε επισημάνει ο κ. Παπαστεργίου, «πρόκειται για μία απαραίτητη εξέλιξη δεδομένης της αυξημένης πολυπλοκότητας των κυβερνοαπειλών, των σοβαρών ζητημάτων που θέτουν στη λειτουργία υποδομών ζωτικής σηµασίας και της διατάραξης παροχής κρίσιµων υπηρεσιών».