Σημαντικά μεγαλύτερη επιβίωση και ποιότητα ζωής σε ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο ουροφόρων οδών προσφέρει ανοσοθεραπεία που ενέκρινε πρόσφατα ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) και η σχετική μελέτη δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες στο «New England Journal of Medicine».
Την είδηση έδωσε ο ένας εκ των δύο κύριων ερευνητών της μελέτης, ο αναπληρωτής καθηγητής Ογκολογίας, διευθυντής Προγράμματος Ουρογεννητικής Ογκολογίας στο Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον στο Σιάτλ και στο Fred Hutchinson Cancer Research Center δρ. Πέτρος Γρίβας, στο Πρακτορείο FM. Ο καρκίνος της ουροφόρου οδού, (η πιο συχνή μορφή είναι καρκίνος της ουροδόχου κύστεως) είναι ένας πολύ συχνός καρκίνος, που δυστυχώς δεν έχει καλή πρόγνωση για ανθρώπους, οι οποίοι έχουν μεταστατική νόσο, αναφέρει ο κ. Γρίβας.
Προσπαθούμε να βρούμε νέες θεραπείες για να παρατείνουμε σημαντικά τη συλλογική επιβίωση των ασθενών μας και να αυξήσουμε την ποιότητα ζωής, λέει κι επισημαίνει ότι έως τώρα οι ασθενείς, όταν ξεκινάνε θεραπεία για μεταστατική νόσο της ουροφόρου οδού, ξεκινάνε συνήθως χημειοθεραπεία. Και ως τώρα, εξηγεί, όταν σταματάει η χημειοθεραπεία, η οποία μπορεί να φέρει τοξικότητα και παρενέργειες, συνήθως οι γιατροί περιμένουν μέχρι να γίνει επιδείνωση ή υποτροπή της νόσου, για να δώσουν νέα θεραπεία.
«Στη μελέτη μας δείξαμε ότι οι ασθενείς που παίρνουν ανοσοθεραπεία με ένα φάρμακο το οποίο διεγείρει κι ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα, αφού τελειώσει τη χημειοθεραπεία, διαδοχικά δηλαδή, ζουν πολύ περισσότερο και έχουν μείωση της πιθανότητας θανάτου κατά 31%. Κατά μέσο όρο οι ασθενείς χωρίς ανοσοθεραπεία ζούσαν περίπου 14 μήνες, ενώ τώρα με την ανοσοθεραπεία κατά μέσον όρο ζουν 21 μήνες, και κάποιοι από αυτούς πολύ περισσότερο».
Και ακόμη πολύ σημαντικό τονίζει ο κ. Γρίβας είναι ότι ζουν με καλύτερη ποιότητα ζωής, γιατί παρατείνεται το διάστημα χωρίς επιδείνωση της νόσου. «Χαιρόμαστε πραγματικά με τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης, η οποία άλλαξε τις οδηγίες παγκοσμίως, και οδήγησε στη μεγαλύτερη διαφορά συνολικής επιβίωσης που έχουμε δει ως τώρα στην ιστορία αυτού του νοσήματος. Συνεχίζουμε ωστόσο την έρευνα και πλέον κοιτάμε να δούμε κατά πόσον συνδυασμοί θεραπειών, δηλαδή ανοσοθεραπεία μαζί με κάτι άλλο, ενδεχομένως να δώσουν ακόμη καλύτερα αποτελέσματα. Επίσης δίνουμε έμφαση και στην ανάπτυξη βιοδεικτών, για να κάνουμε καλύτερη επιλογή ασθενών στο μέλλον».