Ο απολογισμός της καταστροφής είναι βαρύς, ανέρχεται σε 80 νεκρούς, αλλά θεωρείται προσωρινός. Οι φονικές πυρκαγιές στο νησί Μάουι της Χαβάης προκαλούν βροχή επικρίσεων προς τις αρχές για την διαχείριση της μεγαλύτερης καταστροφής στην σύγχρονη ιστορία του αμερικανικού αρχιπελάγους. Οι κάτοικοι βρίσκονται σε σοκ. Μόλις που αρχίζουν να συνειδητοποιούν τις διαστάσεις της καταστροφής στο θέρετρο της Λαχάινα που αφανίστηκε από τις φλόγες.
«Καταστράφηκαν όλα, όλα. Η καρδιά μου ραγίζει», λέει ο 80χρονος Αντονι Γκαρσία, που επέλεξε την Λαχάινα ως τόπο κατοικίας εδώ και 30 χρόνια. Γύρω του, οι επιζήσαντες ψάχνουν στις στάχτες με την ελπίδα να βρουν φωτογραφίες ή αντικείμενα. Από τα καταστήματα, τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια που έδιναν τον χαρακτήρα της παραθεριστικής πολιτείας των 13.000 κατοίκων δεν μένει σχεδόν τίποτε.
Κατά την διάρκεια του εφιάλτη, οι κάτοικοι δεν είχαν την δυνατότητα να στηριχθούν παρά στις πληροφορίες «από στόμα σε στόμα», καταγγέλλει ο Ουίλιαμ Χάρι, ένας από τους κατοίκους. Μέσα σε αυτό το τοπίο του ολέθρου, οι κάτοικοι προσπαθούν να καταλάβουν πώς η τραγωδία αυτή μπόρεσε να λάβει τέτοιες διαστάσεις. Το ίδιο και η δικαιοσύνη, διατάσσοντας έρευνα για την διαχείριση της κρίσης από τις τοπικές αρχές.
Στο Μάουι σημειώθηκαν πολλές διακοπές ρεύματος κατά την διάρκεια της κρίσης και ο αριθμός έκτακτης ανάγκης 911 σταμάτησε να λειτουργεί σε ορισμένα τμήματα του νησιού, ενώ οι σειρήνες συναγερμού για πυρκαγιά δεν ενεργοποιήθηκαν. Οι προειδοποιήσεις, που συνήθως μεταδίδονται από τηλεφώνου, δεν ελήφθησαν, διότι «δεν υπήρχε δίκτυο» και «είναι σαφές ότι δεν είχαμε προβλέψει μέτρα για την προστασία της ασφάλειας των κατοίκων», παραδέχθηκε μιλώντας στο CNN σήμερα η Τζιλ Τοκούντα, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων.
«Υποτιμήσαμε την επικινδυνότητα και την ταχύτητα της πυρκαγιάς», είπε. «Οφείλουμε να βελτιωθούμε». Ο προσωρινός απολογισμός των 80 νεκρών ξεπερνά τον απολογισμό του τσουνάμι του 1960 των 61 νεκρών που έπληξε την Χαβάη. Αναμφίβολα στην Χαβάη η καταμέτρηση δεν έχει τελειώσει. Ομάδες έρευνας και διάσωσης, με την βοήθεια εκπαιδευμένων σκύλων, έχουν φθάσει στο Μάουι για να αναζητήσουν θύματα.
Οι πυροσβέστες αναγκάθηκαν να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα μεγάλο αριθμό πυρκαγιών, που ενισχύθηκαν από τους σφοδρούς ανέμους του τυφώνα Dora. Μπροστά στην ταχύτητα της φωτιάς, όσοι κάτοικοι της Λαχάινα κατόρθωσαν να διαφύγουν έτρεξαν χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω τους και ορισμένοι ρίχτηκαν στην θάλασσα για να ξεφύγουν από τις φλόγες. Η πυρκαγιά ήταν σφοδρή «σαν την Κόλαση», διηγείται ο Εκόλου Μπράιντεν Χοαπίλι, απαρηγόρητος που αναγκάσθηκε «να αφήσει ανθρώπους πίσω του».
Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή υπηρεσία φυσικών καταστροφών (Fema), περί τα 2.207 κτίρια, στην πλειονότητά τους κατοικίες, καταστράφηκαν ή έχουν υποστεί ζημιές. Μόνο στην πόλη της Λαχάινα, το κόστος της ανοικοδόμησης υπολογίζεται στα 5,52 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι καταστροφικές πυρκαγιές συνοδεύουν ένα καλοκαίρι που σημαδεύτηκε από σειρά ακραίων μετεωρολογικών φαινομένων παντού στον πλανήτη, όπως είναι τα κύματα καύσωνα που έπληξαν τις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες και συνδέονται με την Κλιματική Αλλαγή.
Στο νησί Μάουι οι φλόγες βρήκαν πρόσφορο έδαφος, αφού η φετινή χρονιά χαρακτηρίσθηκε από λιγότερες βροχοπτώσεις σε σχέση με τις προηγούμενες. Στο δυτικό τμήμα του νησιού, όπου βρίσκεται η Λαχάινα, επικρατεί «σοβαρή έως μέτρια» ξηρασία, σύμφωνα με το US Drought Monitor.