Σχεδόν οι μισοί από τους ένα εκατομμύριο Ουκρανούς πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Γερμανία μετά τη ρωσική εισβολή στη χώρα τους σκοπεύουν να εγκατασταθούν εκεί, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε σήμερα από το ινστιτούτο DIW του Βερολίνου.
Συνολικά το 44% των Ουκρανών προσφύγων σκοπεύουν να μείνουν μακροπρόθεσμα στη Γερμανία, αν και προς το παρόν η διαμονή τους στη χώρα είναι εξασφαλισμένη ως τον Μάρτιο του 2024, αναφέρει η έρευνα. Πρόκειται για αυξημένο ποσοστό σε σχέση με το 33% που είχε δηλώσει ότι επιθυμεί να παραμείνει στη Γερμανία σε προηγούμενη έρευνα που είχε δημοσιευθεί στο τέλος του καλοκαιριού του 2022.
Από την αρχή του πολέμου, τον Φεβρουάριο του 2022, περισσότερο από ένα εκατομμύριο Ουκρανοί κατέφυγαν στη Γερμανία, στην πλειονότητά τους γυναίκες και παιδιά. Η οικογενειακή κατάσταση των προσφύγων παίζει μεγάλο ρόλο στην απόφασή τους να παραμείνουν στη Γερμανία: όσοι έχουν σύντροφο στο εξωτερικό είναι λιγότερο πιθανό να επιθυμούν να μείνουν στη Γερμανία για πάντα.
Εξάλλου οι πρόσφυγες που θέλουν να μάθουν γερμανικά και που αισθάνονται ευπρόσδεκτοι στη χώρα επιθυμούν περισσότερο να μείνουν στη Γερμανία, επισημαίνει η έκθεση που συντάχθηκε σε συνεργασία με το Ομοσπονδιακό Γραφείο Μετανάστευσης και Προσφύγων και το Κέντρο Έρευνας για την Αγορά Εργασίας (IAB).
Ως τις αρχές του 2023 τρεις Ουκρανοί πρόσφυγες στους τέσσερις είχαν ήδη παρακολουθήσει ένα μάθημα γερμανικών ή ενσωμάτωσης. Ωστόσο το ποσοστό όσων εργάζονται είναι μικρό: μόνο το 18% των προσφύγων ηλικίας 18 με 64 ετών είχαν δουλειά στις αρχές του έτους.
Οι συντάκτες της έρευνας συνιστούν στους πολιτικούς να αποφασίσουν γρήγορα αν θα παρατείνουν την προσωρινή προστασία που έχουν προσφέρει στους Ουκρανούς πρόσφυγες πέρα από τον Μάρτιο του 2024 ή αν θα δημιουργήσουν άλλες προοπτικές για τη μακροπρόθεσμη παραμονή τους στη Γερμανία.
«Οι πρόσφυγες έχουν ανάγκη ασφάλεια στον προγραμματισμό για να γνωρίζουν αν θα τους επιτραπεί να μείνουν μακροπρόθεσμα στη Γερμανία, ακόμη και αφού τελειώσει ο πόλεμος», σχολίασε η Γιούλια Κοσιάκοβα του IAB Νυρεμβέργης. Οι προοπτικές αυτές είναι «εξαιρετικά σημαντικές, κυρίως για να μάθουν γερμανικά και να βρουν εργασία», τόνισε.