Πάνω από τρία χρόνια μετά την εμφάνιση της COVID-19, η βρετανική κοινοβουλευτική επιτροπή που είναι αρμόδια να ερευνήσει για τη διαχείριση της πανδημίας από την βρετανική κυβέρνηση αρχίζει σήμερα τις εργασίες της σε ένα ήδη ηλεκτρισμένο κλίμα. Τα πορίσματα της έρευνας αυτής αναμένεται να δοθούν στη δημοσιότητα τις προσεχείς ημέρες.
Η πανδημία του κορονοϊού προκάλεσε τον θάνατο πάνω από 227.000 ανθρώπων στη Βρετανία, έναν από τους χειρότερους απολογισμούς στην Ευρώπη.
Ο Μπόρις Τζόνσον, τότε πρωθυπουργός της κυβέρνησης των Συντηρητικών, κατηγορήθηκε ότι είχε αντιδράσει με υπερβολική καθυστέρηση, κυρίως επειδή δεν έθεσε αμέσως τον πληθυσμό σε λοκντάουν. Ωστόσο έκτοτε κριτική ασκήθηκε επίσης από αυτούς που αντιτίθενταν στα επαναλαμβανόμενα λοκντάουν που επιβλήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας, μάλιστα ιδιαίτερα επιθετική στον συντηρητικό Τύπο.
Το πρώτο μέρος της έρευνας της επιτροπής αυτής, της οποίας προεδρεύει η πρώην δικαστής Χέδερ Χάλετ έχει στόχο να διαπιστωθεί αν η αντιμετώπιση «της πανδημίας σχεδιάστηκε σωστά και αν η Βρετανία ήταν επαρκώς προετοιμασμένη γι’αυτό το ενδεχόμενο».
Δεκάδες μάρτυρες –πολιτικοί και ειδικοί- θα καταθέτουν για έξι εβδομάδες. Η διαδικασία θα είναι ανοιχτή στο κοινό και θα μπορεί κάποιος να την παρακολουθήσει σε απευθείας μετάδοση στο Youtube. Οι οικογένειες των θυμάτων έχουν εκφράσει τη λύπη τους που δεν θα μπορέσουν να συμμετάσχουν στο πρώτο αυτό μέρος της έρευνας καταθέτοντας τις μαρτυρίες τους.
«Χωρίς να ακούσουν τις εμπειρίες των μελών μας, πώς η έρευνα θα μπορέσει να εκτιμήσει σωστά τις αποφάσεις που ελήφθησαν από τους υπευθύνους;», ρωτά η Μπάρμπαρα Χέρβερτ, της οργάνωσης Covid Bereaved Families, η οποία συσπειρώνει οικογένειες που πενθούν λόγω του νέου κορονοϊού.
Το πολιτικό κλίμα γύρω από τη διαδικασία αυτή είναι επίσης εκρηκτικό. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την έρευνα, η Χάλετ ζήτησε από την κυβέρνηση να της παράσχει πολλά έγγραφα, μεταξύ των οποίων τα μηνύματα που αντάλλαξαν στο WhatsApp ο Μπόρις Τζόνσον και αριθμός πολιτικών και υγειονομικών αξιωματούχων.
Το αίτημα αυτό προκάλεσε πολεμική. Η κυβέρνηση του επίσης Συντηρητικού Ρίσι Σούνακ αρνήθηκε να το δεχτεί, κρίνοντας ότι πρόκειται για στοιχεία «που δεν έχουν σχέση με τη δουλειά» που κάνει η ερευνητική επιτροπή. Ο φόβος της είναι ότι θα δημιουργηθεί προηγούμενο και μετά όλες οι εσωτερικές επικοινωνίες των κυβερνητικών ομάδων θα μπορούν να εκτίθενται στο κοινό.
Κατά συνέπεια ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να προσφύγει στη δικαιοσύνη για να αποφανθεί αυτή αν τα αιτήματα ερεύνης είναι αιτιολογημένα ή όχι. Από την πλευρά του ο Μπόρις Τζόνσον δήλωσε ωστόσο ότι δεν έχει τίποτα να κρύψει και ότι είναι έτοιμος να δώσει ο ίδιος τα μηνύματά του στην επιτροπή.
Ο πρώην πρωθυπουργός αναγκάστηκε να παραιτηθεί το περασμένο καλοκαίρι μετά το ξέσπασμα διαδοχικών σκανδάλων, με μεγαλύτερο αυτό για τα πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ κατά τη διάρκεια των λοκντάουν. Ο Τζόνσον αρνείται ότι παραβίασε εκουσίως τους κανόνες.
Κοινοβουλευτική επιτροπή, άλλη από αυτήν που ξεκινά σήμερα την ακροαματική διαδικασία για την διαχείριση της πανδημίας από την τότε κυβέρνηση, έχει επιφορτιστεί να εξακριβώσει αν ο Μπόρις Τζόνσον είπε ψέματα στο κοινοβούλιο δηλώνοντας επανειλημμένως ότι στην Ντάουνινγκ Στριτ γίνονταν σεβαστοί όλοι οι υγειονομικοί περιορισμοί.
Ο Τζόνσον διέτρεχε τον κίνδυνο να ανασταλεί η βουλευτική του ιδιότητα ή να ξαναγίνουν εκλογές για την έδρα του αν η έρευνα διαπίστωνε ότι είπε ψέματα, αλλά την Παρασκευή, μετά την λήψη των προκαταρκτικών αποτελεσμάτων της έρευνας, έκλεισε πίσω του με πάταγο την πόρτα, δηλώνοντας παραίτηση από την βουλευτική του έδρα.