Οι ηγέτες του Συνδέσμου Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) δήλωσαν σήμερα «βαθιά ανήσυχοι» για τη βία στη Μιανμάρ και καταδίκασαν πρόσφατη επίθεση εναντίον οχηματοπομπής που πήγαινε να παραδώσει ανθρωπιστική βοήθεια.
«Είμαστε βαθιά ανήσυχοι για τη βία στη Μιανμάρ» και «καλούμε να τερματιστεί αμέσως η χρήση κάθε μορφής βίας» ώστε «να δημιουργηθεί περιβάλλον που θα ευνοεί (...) τις παραδόσεις ανθρωπιστικής βοήθειας και τη διεξαγωγή εθνικού διαλόγου χωρίς αποκλεισμούς», ανέφερε ο περιφερειακός οργανισμός, η σύνοδος κορυφής του οποίου διεξάγεται σήμερα και αύριο Πέμπτη, σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε.
Μετά τις συνομιλίες των επικεφαλής της διπλωματίας των μελών του ASEAN χθες Τρίτη, οι ηγέτες της περιοχής άρχισαν σήμερα τη διήμερη σύνοδο κορυφής τους στο νησί Φλόρες, στην ανατολική Ινδονησία.
Κατά την έναρξη των εργασιών, ο πρόεδρος της Ινδονησίας Τζόκο Ουιντόντο παρότρυνε τους ομολόγους του να επιδείξουν «ενότητα» για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο δεκαμελής οργανισμός.
«Με ενότητα, ο ASEAN θα μπορέσει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο για την ειρήνη και την ανάπτυξη», ανέφερε.
Ο ASEAN, που επικρίνεται για την απραξία του, έχει αποπειραθεί να παρέμβει για να επιλυθεί η κρίση στη Μιανμάρ με διπλωματικά μέσα. Αλλά μάταια μέχρι σήμερα. Η χούντα στη Μιανμάρ αψηφά τις καταδίκες και την κατακραυγή σε διεθνές επίπεδο και αρνείται να συζητήσει καν με αντιπάλους του καθεστώτος.
Στα μέσα του περασμένου μήνα, αεροπορικές επιδρομές του στρατού στην περιοχή Σαγκάιγκ, στο κεντρικό τμήμα της Μιανμάρ, στοίχισαν τη ζωή σε τουλάχιστον 170 ανθρώπους.
Η πίεση στον ASEAN εντάθηκε αφού οχηματοπομπή με διπλωμάτες και αξιωματούχους που μετέφεραν ανθρωπιστική βοήθεια του περιφερειακού οργανισμού βρέθηκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά την Κυριακή στην ανατολική Μιανμάρ.
Η οχηματοπομπή με δυο στελέχη της πρεσβείας της Ινδονησίας και άλλα δυο της πρεσβείας της Σιγκαπούρης στη Ρανγκούν χτυπήθηκε από σφαίρες, χωρίς πάντως να υπάρξουν θύματα.
Η Μιανμάρ παραμένει τυπικά κράτος-μέλος του ASEAN, αλλά της έχει απαγορευθεί η συμμετοχή στις συνόδους υψηλού επιπέδου καθώς το στρατιωτικό καθεστώς αψηφά τις προτάσεις και το σχέδιό του για την επίλυση της κρίσης.