Περισσότερα από τα μισά ενδύματα και υποδήματα που καταναλώνονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταλήγουν να εξάγονται ως απόβλητα, επιβαρύνοντας κατά κύριο λόγο το νότιο ημισφαίριο του πλανήτη, και ειδικότερα την Αφρική. Νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τα κλωστοϋφαντουργικά απόβλητα της γηραιάς ηπείρου, αναδεικνύοντας μάλιστα ανάγλυφα την απόσταση που χωρίζει την ευρωπαϊκή βιομηχανία ένδυσης και κλωστοϋφαντουργίας από τους διακηρυγμένους στόχους για την μετάβαση της σε ένα πιο κυκλικό και βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο εξαγόμενος όγκος κλωστοϋφαντουργικών αποβλήτων της ΕΕ τριπλασιάστηκε μέσα σε διάστημα 20 ετών, αγγίζοντας τους 1,7 εκατ τόνους το 2019, από 550.000 τόνους το 2000. Η μεγαλύτερη ποσότητα, περίπου το 46% αυτών, καταλήγει στην Αφρική, με ένα τμήμα των αποβλήτων να επαναπροωθείται στην δευτερογενή αγορά (second-hand). Ποσοστό 41% των ευρωπαϊκών αποβλήτων εξάγεται στην Ασία, με ένα μέρος αυτού να ανακυκλώνεται για βιομηχανική χρήση και το υπόλοιπο να επανεξάγεται στην Αφρική ή να καταλήγει σε χωματερές, σε ποτάμια και ωκεανούς ή να οδεύει προς καύση, προικαλώντας τεράστια ρύπανση στον πλανήτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΠ, η Γκάνα είναι η έκτη μεγαλύτερη χώρα-εισαγωγέας ενδυμάτων, διαθέτοντας ευημερούσα αγορά μεταχειρισμένων ειδών ωστόσο, πολλά κλωστοϋφαντουργικά είδη πλέον απορρίπτονται καθώς βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση.
Αντίστοιχα στην Ασία, το Πακιστάν είναι η χώρα όπου εισάγει τις μεγαλύτερες ποσότητες των ευρωπαϊκών αποβλήτων, με τον μισό όγκο αυτών να αξιοποιείται για βιομηχανική χρήση και τον υπόλοιπο να επανεξάγεται στην Αφρική. Σημειώνεται ότι μέχρι το 2025 η Ευρώπη καλείται να εφαρμόσει ξεχωριστή διαλογή για τα κλωστοϋφαντουργικά απόβλητα, θέτοντας σε εφαρμογή κανόνες για τον περιορισμό των εξαγωγών σε τρίτες χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου αλλά και την ενίσχυση της κυκλικότητας. Ωστόσο, στην παρούσα φάση η ευρωπαϊκή βιομηχανία δείχνει να αναζητά τον δρόμο της ως προς τον περιορισμό του περιβαλλοντικού της αποτυπώματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας έκθεσης της Global Fashion Agenda, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα της βιομηχανίας της μόδας συνολικά αναμένεται να ανέλθουν σε 2,1 δισ τόννους μέχρι το 2030, προσπερνώντας κατά το ήμισυ τον στόχο για περιορισμό των εκπομπών σε 1,1 δισ τόννους στον ίδιο χρονικό ορίζοντα.
Η καλύτερη διαχείριση των κλωστοϋφαντουργικών αποβλήτων, σε συνδυασμό με την βελτίωση των πρώτων υλών είναι μερικές από τις προτεινόμενες μεθόδους προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος. Χαρακτηριστικά, οι πρώτες ύλες συνεισφέρουν έως και το 40% της ρύπανσης που προέρχεται από τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, με την μείωσή τους να αποτελεί μονόδρομο στην προσπάθεια μετάβασης σε ένα πιο βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας. Ωστόσο, η μετάβαση στην κυκλικότητα έναντι της απόρριψης αποβλήτων απαιτεί σημαντικά κεφάλαια αλλά και αυστηρή εφαρμογή συγκεκριμένων στρατηγικών σε ευρεία κλίμακα. Σε κάθε περίπτωση, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η βιομηχανία της μόδας θα μπορούσε να καταστεί κυκλική σε ποσοστό 80% μέχρι το 2030, εφόσον γίνουν οι αναγκαίες επενδύσεις και υπάρξει σαφής δέσμευση των επιχειρήσεων.
Μεμονωμένες προσπάθειες μάλιστα δείχνουν τον δρόμο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ίδρυμα Η&Μ, που προχώρησε το 2020 στην χρηματοδότηση με 11 εκατ. δολάρια της πρωτοβουλίας Collective Power στην Ινδία. Στόχος της αποτέλεσε η διασύνδεση επιλεγμένων μη κυβερνητικών οργανώσεων και καινοτόμων επιχειρήσεων, με τους άτυπους ρακοσυλλέκτες οι οποίοι αναζητούν στα περίπου 60 εκατομμύρια τόνους κλωστοϋφαντουργικών αποβλήτων που παράγονται ετησίως στην χώρα, οτιδήποτε πλαστικό που θα αξιοποιηθεί. Αποτέλεσμα αυτής της πρωτοβουλίας ήταν η δημιουργία 152 εκατομμυρίων πλαστικών κουμπιών μέχρι σήμερα, τα οποία εντάσσονται σε ένα εκτενές σύστημα ιχνηλασιμότητας, συνδέοντας κάθε κουμπί με την πηγή προέλευσης του. Αποτέλεσμα ήταν επίσης η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης για περίπου 32.000 άτομα στην χώρα, προάγοντας έτσι την επιχειρηματική ευρηματικότητα σε συνδυασμό με την μετρήσιμη κοινωνική προσφορά και θέτοντας ένα παράδειγμα προς μίμηση για το σύνολο της βιομηχανίας.